Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

Άκυρη απόλυση εγκύου

Αναγνώριση ακυρότητας απόλυσης εργαζομένης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της – Άγνοια της εγκυμοσύνης από τον εργοδότη – Μη κοινοποίηση επιμελεία εργοδότη της οικειοθελούς αποχώρησης στην εργαζόμενη – Μισθοί υπερημερίας

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ  2519/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 11/10/2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: ………., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Τζαμτζή Παναγιώτη.

Των εναγομένων: ………………..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ” αριθμ…………… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………., την οποία προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα-καλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εναγομένη. Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε κατά την δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στην σειρά της από το οικείο πινάκιο, και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρα 226 και 271 παρ.1ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στην συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 672ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 15 του ν. 1483/1984 «απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για την καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να “θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της αποδόσεως της εργασίας της εγκύου, που οφείλεται στην εγκυμοσύνη». Η απαγόρευση της καταγγελίας ισχύει, ανεξάρτητα από τη γνώση του εργοδότη για την εγκυμοσύνη. Σπουδαίο λόγο, που παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης εγκυμονούσας, αποτελούν ένα ή περισσότερα περιστατικά τα οποία με αντικειμενική κρίση θεωρούμενα, καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, μη ανεκτή για το δικαιούμενο στην καταγγελία την παραπέρα συνέχιση της σύμβασης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος στο πρόσωπο εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Έτσι, σπουδαίο λόγο αποτελεί και η μη συμμόρφωση της εργαζόμενης γυναίκας με τις οδηγίες του εργοδότη, η από μέρους της αμελής εκτέλεση της εργασίας και η επανειλημμένη εγκατάλειψη της εργασίας της. Σε καμία όμως, περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίος λόγος η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου, που οφείλεται στην εγκυμοσύνη (ΑΠ 865/2003 ΕλΔνη 45. 142, ΕφΑθ 9954/2000 ΕΕργΔ 61. 1365, ΕφΑθ 1426/1996 ΔΕΝ 54. 276, Ντάσιος, «Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο», τ. Α/Ι, εκδ. 1999 σελ. 382-383). Με το άρθρο 10 του π.δ. 176/1997 «περί μέτρων βελτιώσεως της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων λεχώνων και γαλαχουσών», επαναλαμβάνεται (υπενθυμίζεται) η για την απαγόρευση της καταγγελίας παραπάνω διάταξη και, επί πλέον, καθιερώνεται η υποχρέωση του εργοδότη που καταγγέλλει τη σχέση εργασίας των παραπάνω προσώπων, λόγω σπουδαίου λόγου, να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς, και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες Επιθε­ωρήσεως Εργασίας και Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Η κατά παράβαση του πιο πάνω νόμου επιχειρηθείσα καταγγελία θεωρείται ως μη γενόμενη, κατά τα άρθρα 174 και 180 του Αστικού Κώδικα και ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία, υποχρεούμενος σε καταβολή αποδοχών υπερημερίας (ΑΠ 865/2003 ο.π., ΕφΑθ 9954/2000 ο.π., Εφ Θεσ 1958/1994 ΔΕΝ 1996. 750). Παράλληλα, αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας συντελέσθηκε υπό συνθήκες οι οποίες συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, τότε, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59, του ΑΚ, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να του καταβάλει και χρηματικό ποσό, καθοριζόμενο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε η προσβολή της προσωπικότητάς του (ΑΠ 2815/ 1990 ΔΕΝ 46.477, ΕφΑθ 6036/2001 ΕΕργΔ 60. 1267).

Με την υπό κρίση αγωγή, η καλούσα με την …….. αγωγή της στην οποία εκθέτει ότι από τον Οκτώβριο του 2009 με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε με την πρώτη έναγομένη εργάστηκε σε ζαχαροπλαστείο που διατηρούσε η τελευταία στη ……. και το οποίο η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε στη συνέχεια στη δεύτερη εναγομένη. “Ότι στις 27-6-2011 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε άκυρα την ως άνω σύμβαση εργασίας της, δεδομένου ότι η ίδια (ενάγουσα) είχε γνωστοποιήσει προηγουμένως σ” αυτήν (πρώτη εναγομένη) το γεγονός ότι είναι έγκυος. “Ότι με την ως άνω συμπεριφορά της η πρώτη εναγομένη προσέβαλε την προσωπικότητά της. Ζητεί δε: α) Να ακυρωθεί η από 27-06-2011 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. β) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να αποδέχονται τις υπηρεσίες της ως πωλήτριας και σε περίπτωση αρνήσεως να υποχρεωθούν να της καταβάλλουν χρηματική ποινή 100 ευρώ για κάθε ημέρα που θα αρνούνταν να δεχθούν να την απασχολήσουν γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν για μισθούς υπερημερίας το ποσόν των 9.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, αφότου ο μισθός της κάθε μήνα του χρονικού διαστήματος υπερημερίας κατέστη απαιτητός δ) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, ε) Επικουρικά και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η από 27-6-2011 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της δεν ήταν άκυρη, να υποχρέωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν το ποσόν των 1400 ευρώ ως νόμιμη αποζημίωση της με το νόμιμο τόκο από 28-6-2011 και μέχρι την εξόφληση στ) Να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το περιεχόμενο τούτο και τα αιτήματα η κρινομένη αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 14 παρ. 2, 16 παρ. 2 και 663 και 664 επ. ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η αξίωση που αναφέρεται στο κονδύλιο των μισθών υπερημερίας της ενάγουσας ένεκα της ακύρου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της είναι παραδεκτή, γιατί έχει ασκηθεί εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 του ν. 3198/1955, η οποία (προθεσμία) ερευνάται αυτεπαγγέλτως και άρχεται από της λύσεως της εργασιακής της σχέσεως, εν προκειμένω κατά τα ιστορούμενα την 27-06-2011 και δεδομένου ότι η κρινομένη αγωγή κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου την 7-9-2011 και επιδόθηκε εις έκαστην εναγομένη την 19-09-2011(βλ. τις υπ” αριθμούς …… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), Επίσης, η επικουρικώς σωρευόμενη αξίωση της ενάγουσας που αφορά στο κονδύλιο της αποζημίωσης ένεκα της ένδικης καταγγελίας της συμβάσεωξ εργασίας της κρίνεται παραδεκτή, διότι αφ” ενός σωρεύεται επικουρικώς κατ” άρθρο 219 ΚΠολΔ (ΑΠ 590/1994 ΕλλΔνη 1995. 162) και αφ” ετέρου έχει ασκηθεί εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 6§2 του ν. 3198/ 1955, η οποία (προθεσμία) ερευνάται αυτεπαγγέλτως και άρχεται από της λύσεως της εργασιακής της σχέσεως, την 27-06-2011 κατά τα εκτεθέντα και δεδομένου ότι η κρινομένη αγωγή κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου την 07-09-2011 και επιδόθηκε στις εναγόμενες στις 19-09-2011 (βλ. τις ως άνω εκθέσεις επιδόσεως). Είναι, δε, η ­αγωγή νόμιμη, στηριζόμένη στις διατάξεις των άρθρων 648επ, 655, 656, 669 παρ. 2, 349, 350, 174, 180, 340, 341, 343, 345, 346,479 ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920, 2, 5, 6 και 9 του ν. 3198/1955, 70 ΚΠολΔ ως προς τις αναγνωριστικές της διατάξεις 907, 908, 910περ.4, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ” ουσίαν.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού, το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπ” όψιν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, τις υπ” αριθμ. …. και ….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που προσκομίζει η ενάγουσα μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ” αριθμόν ….. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………..), τις υπ” αριθμ. ……. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καλλιθέας ……………..  που προσκομίζει η πρώτη εναγομένη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ” αριθμόν ………. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε την 15-09-2009 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης για 4 ώρες ημερησίως από 09.30 έως 13.30 από Δευτέρα έως Παρασκευή με την ειδικότητα της πωλήτριας στο ζαχαροπλαστείο που διατηρούσε η πρώτη εναγομένη και η οποία το μεταβίβασε στη συνέχεια στη δεύτερη εναγομένη. Οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσόν των 451,84 ευρώ (βλ. υπ” αριθμ. πρωτ. ………… πίνακα προσωπικού κατατεθειμένο στην Επιθεώρηση Εργασίας …….). Περί τις αρχές του Μαίου 2011, η ενάγουσα διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος και ενημέρωσε προφορικά την πρώτη εναγομένη. Παρόλο την εγκυμοσύνη της, η ενάγουσα συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην πρώτη εναγομένη, μέχρι τις 2/6/2011, όταν λόγω συνεχόμενων περιστατικών (εμετών) επισκέφτηκε το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών ……… όπου της συνεστήθη να παραμείνει κλινήρης στην οικία της για δεκαπέντε( 15) ημέρες.(βλ. την από 2-6-2011 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού …….. ……. καθώς και το από 17-6-2011 παραπεμπτικό για εξέταση στο ΙΚΑ). Η ενάγουσα ενημέρωσε την πρώτη εναγομένη περί της χορήγησης αναρρωτικής άδειας και αυτή (πρώτη εναγομένη) συναίνεσε. Στις 17-6-2011 η ενάγουσα επισκέφτηκε τον ιατρό στο ΙΚΑ της περιοχής της, ο οποίος της συνέστησε να περάσει από την υγειονομική επιτροπή προκειμένου να της χορηγηθεί αναρρωτική άδεια, δίνοντας έτσι ραντεβού στην ενάγουσα για τις 27-6-2011. Στην εν λόγω επιτροπή ο ιατρός της ζήτησε να προσκομίσει από την εργοδότριά της υπεύθυνη δήλωση και της έδωσε σχετικό έντυπο. Όταν η μητέρα της ενάγουσας επισκέφτηκε στις 27-06-2011, για λογαριασμό της θυγατέρας της, την πρώτη εναγομένη προκειμένου να συμπληρώσει το σχετικό έντυπο που της έδωσε ο ιατρός προκειμένου να το συμπληρώσει, υπογράψει για να. το υποβάλει στο ΙΚΑ, η πρώτη εναγομένη της επιτέθηκε φραστικά, αρνούμενη να υπογράψει κάθε σχετικό έγγραφο και δήλωσε στην μητέρα της ενάγουσας, ότι η τελευταία έχει απολυθεί. Από κανένα όμως αποδεικτικό μέσο, δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την πρώτη εναγομένη (βλ. την με αριθμό πρωτ. …………. αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας όπου δεν προέκυψε ότι στο παραπάνω έγγραφο ότι υπέγραψε η ενάγουσα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη), ούτε αποδείχθηκε ότι κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα έγγραφο οικειοθελής αποχώρηση με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει η ενάγουσα την πρόθεση της πρώτης εναγομένης για λύση της σύμβασης εργασίας. Πέραν όμως αυτού, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντά της, έτσι ώστε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να απασχολεί άλλη υπάλληλο στο ζαχαροπλαστείο. Επομένως, ενόψει των παραπάνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη, εφόσον προσκρούσει σε ρητή απαγορευτική διάταξη νόμου (άρθρο 15 ν.1483/1984). Έτσι οι εναγόμενες, αρνούμενες να αποδεχθούν τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας κατέστησαν υπερήμερες για το χρονικό διάστημα από την επομένη της απόλυσής της (27-06-2011) και εφεξής και θα πρέπει να υποχρεωθούν (άρθρο 479ΑΚ) να της καταβάλουν για μισθούς υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα από την επομένη” της απόλυσής της (27-06-2011), μέχρι και την 27-8-2012 το ποσόν των 6565,84 [451,84 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 15 μήνες = 6565,84 ευρώ]. Εξάλλου, συνεπεία της ανωτέρω περιγραφόμενης παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων, η ενάγουσα υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς της και ειδικότερα μείωση της τιμής και υπόληψής της στο επαγγελματικό και. κοινωνικό της περιβάλλον. Ενόψει δε των συνθηκών που έλαβε χώρα η ως άνω προσβολή και της βαρύτητας αυτής, αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, λαμβανομένης υπόψη της και της οικογενειακής κατάστασης της ενάγουσας, πρέπει να της επιδικαστεί το ποσό των 2.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση. Επομένως, κατόπιν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και: Α) Να ακυρωθεί η από 27-06-2011 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας. Β) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να αποδέχονται τις υπηρεσίες της με την ίδια θέση και με τα ίδια καθήκοντα, επ” απειλή χρηματικής ποινής ποσού 300 ευρώ σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους, Γ) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 6565,84 ευρώ για μισθούς υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα από την επομένη της απόλυσής της μέχρι την 27-8-2012, νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας που ήταν καταβλητέα κάθε επιμέρους παροχή, δηλαδή από την τελευταία ημέρα εκάστου μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου η ενάγουσα θα παρείχε τις υπηρεσίες της στις εναγόμενες, Γ) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς της. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατ” άρθρο 910 του ΚΠολΔ για το ποσό των 6565,84 ευρώ, που αφορά τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας, ενώ όσον αφορά το κονδύλιο ύψους 2.000 ευρώ που επιδικάστηκε με την παρούσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι για την κήρυξη της παρούσας ως προσωρινά εκτελεστής, καθώς και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν θα προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα και συνεπώς το σχετικό αίτημά της, ως προς το ανωτέρω κονδύλιο, πρέπει να απορριφθεί ως κατ” ουσίαν αβάσιμο. Τέλος, οι εναγόμενες πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, σύμφωνα με το παρεπόμενο αίτημά της, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 και 191 παρ. 2 Κ Πολ Δ) καθώς και ένεκα της ερημοδικίας της δεύτερης εναγομένης πρέπει να οριστεί ως προς αυτήν το νόμιμο παράβολο ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας ( άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως  καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει ως προς αυτήν το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Ακυρώνει την από 27-06-2011 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες να αποδέχονται τις υπηρεσίες της ενάγουσας με την ίδια θέση και με τα ίδια καθήκοντα, επ” απειλή τους χρηματικής ποινής ποσού τριακοσίων (300) ευρώ σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 8565,84 ευρώ νομιμοτόκως κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Κηρύσσει την παρούσα κατά την ανωτέρω διάταξή της εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των χιλίων 6.565,84ευρώ.

Επιβάλλει στις εναγόμενες μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει σε διακόσια (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε …

 

ΣΗΜ. Στην ανωτέρω απόφαση ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός της απόρριψης από το δικαστήριο της ουσίας, του ισχυρισμού της πρώτης των εναγομένων περί οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας από την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, αποδεχόμενο ότι η μη κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου και μάλιστα κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης (π.χ. με εξώδικο δια δικαστικού επιμελητή), συνεπάγεται ότι η ενάγουσα δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει την σχετική πρόθεση της εργοδότριάς της, για λύση της σύμβασης εργασίας. Συνεπώς δεν είναι αρκετή για τον εργοδότη η κατάθεση του εγγράφου στον ΟΑΕΔ, χωρίς την υπογραφή του εργαζόμενου, για την απόδειξη της γνώσης της λύσης της σύμβασης εργασίας. 

Τζαμτζής Νικ. Παναγιώτης