Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

Απόφαση επί αιτήσεως αναστολής κατά προστίμου ΕΥΠΕΑ (περί ανασφάλιστου εργαζομένου)

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ  ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΟΥ … ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

π ρ ο σ ή λ θ ε στις 28 Ιουλίου 2017 στο κατάστημα του Δικαστηρίου, με γραμματέα την …………. δικαστική υπάλληλο, γι α να κρίνει την αίτηση αναστολής, με χρονολογία κατάθεσης 14.7.2017, της ……………., κατοίκου Αθηνών (οδός …………, αρ. .), κ α τ ά:

1) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και 2) του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η εξ ή ς:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. το με αριθμό ………………. έντυπο ηλεκτρονικού παραβόλου) ζητείται, καθ” ερμηνεία του σχετικού δικογράφου, η αναστολή εκτέλεσης της με αριθμό …….. πράξης επιβολής προστίμου της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης Περιφέρειας Αττικής και ήδη Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Ασφάλισης Αττικής του Ε.Φ.Κ.Α. (άρθρο 33 του ν. 4445/2016, Α΄ 236), μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της σχετικής, με αριθμό εισαγωγής ……… προσφυγής της αιτούσας. Με την πράξη αυτή επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας πρόστιμο ύψους 10.549,44 ευρώ, για μη καταχώριση μίας, φερομένης ως εργαζομένης της επιχείρησής της, σε πίνακα προσωπικού (έντυπο Ε4), καθώς και πρόστιμο ύψους 500 ευρώ για μη τήρηση ισχύοντος πίνακα προσωπικού, ήτοι συνολικό πρόστιμο ύψους 11.049,44 ευρώ. Η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς δεν προσβάλλεται με αυτή κάποια πράξη η παράλειψη οργάνου του [άρθρο 65 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.)]. Κατά το μέρος δε που στρέφεται κατά του Ε.Φ.Κ.Α., η αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της.
2. Επειδή, ο Κ.Δ.Δ. ορίζει στο άρθρο 200 ότι: «Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής.» και στο άρθρο 202, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 παρ. 1-2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ότι: «1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή μόνο εφόσον ο αιτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. 2. Ειδικώς επί […] διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων, για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος […]. 3. […] 4. […] 5. […] 6. Σε κάθε περίπτωση χορήγησης αναστολής, μερικής ή ολικής, η υπόθεση προσδιορίζεται κατά προτεραιότητα, εντός έτους από την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης αναστολής […].».
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την προσβαλλόμενη πράξη επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας συνολικό πρόστιμο 11.049,44 ευρώ, αποτελούμενο από τα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη επιμέρους ποσά προστίμων, με την αιτιολογία ότι σε επιτόπιο έλεγχο που διενεργήθηκε σε ατομική επιχείρησή της (…………..) στην Αθήνα (οδός ……………, αρ. ……….), την ………….. και ώρα ………, διαπιστώθηκε ότι δεν είχε αναγράψει σε πίνακα προσωπικού την ………, που βρέθηκε να απασχολείται, σύμφωνα με την πράξη αυτή, στην επιχείρησή της και δεν τηρούσε ισχύοντα πίνακα προσωπικού. Σύμφωνα δε με το σχετικό, ………… δελτίο ελέγχου, η ανωτέρω απασχολείτο στο μπαρ του καταστήματος, από ……….., δήλωσε όμως ότι είναι φίλη και γειτόνισσα και βρισκόταν εκεί για διευκόλυνση στο μαγαζί, προκειμένου ο ιδιοκτήτης να κάνει προσωπικές του δουλειές, ενώ αρνήθηκε να υπογράψει το δελτίο ελέγχου. Κατά της προσβαλλόμενης πράξης η αιτούσα άσκησε την προαναφερθείσα προσφυγή, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Με την εν λόγω προσφυγή, προβάλλει ότι: α) η ………………. δεν εργαζόταν στην επιχείρησή της και η ίδια δεν τηρούσε πίνακα προσωπικού επειδή δεν απασχολούσε κανένα εργαζόμενο, β) κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος δεν κλήθηκε σε προηγούμενη ακρόαση, γ) το ύψος του επιβληθέντος προστίμου είναι δυσανάλογο με τη σοβαρότητα των διαπιστωθεισών παραβάσεων και ο τρόπος επιβολής του αντίκειται στα άρθρα 6 και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της, κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και τις αρχές τις επιείκειας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου και δ) η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει, λόγω αντίθεσης στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα ζητά την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής της, προβάλλοντας ότι η εν λόγω προσφυγή είναι προδήλως βάσιμη. Περαιτέρω, προβάλλει ότι σε περίπτωση εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς η επιχείρησή της παράγει ζημιές και συντηρείται μόνο με την οικονομική αρωγή του συνταξιούχου συζύγου της, που παρέχει και την προσωπική του εργασία, με αποτέλεσμα η ίδια να αδυνατεί να καταβάλει το ποσό που της επιβλήθηκε, ή μέρος αυτού. Σε περίπτωση δε που ληφθούν μέτρα σε βάρος της και ιδίως σε βάρος του τραπεζικού λογαριασμού που χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές της επιχείρησής της και είναι συνδεδεμένος με το τερματικό μηχάνημα υποδοχής καρτών της επιχείρησης, θα διαταραχθεί η επαγγελματική της δραστηριότητα και οι συναλλαγές της επιχείρησής της και θα τεθεί σε άμεσο κίνδυνο η διατροφή της και η κάλυψη των αναγκών ένδυσης του ανηλίκου τέκνου της. Τέλος, προβάλλει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, η αιτούσα προσκομίζει, μεταξύ άλλων: α) πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματός της και δηλώσεις Ε3 της, φορολογικών ετών 2016 (εισόδημα …….. ευρώ, ζημία επιχείρησης ………… ευρώ, ακαθάριστα έσοδα επιχείρησης ………….. ευρώ) και 2015 (εισόδημα …… ευρώ, ζημία επιχείρησης …………. ευρώ, ακαθάριστα έσοδα επιχείρησης ………. ευρώ), β) το από ……..2017 πιστοποιητικό οικογενειακής της κατάστασης, από το οποίο προκύπτει ότι είναι έγγαμη και μητέρα ενός τέκνου, γεννηθέντος το 2009, γ) το από ………2017 ενημερωτικό σημείωμα σύνταξης του συζύγου της, ποσού ……..ευρώ με αναφορά ποσού ……….. ευρώ για στεγαστικό δάνειο ….., δ) την από ……….2017 αίτησή της προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, περί του ακατάσχετου του αναφερομένου εκεί λογαριασμού της και ε) την από ………2017 υπεύθυνη δήλωση του …………, ότι συζεί με την …………….. στην οικία του, στην οδό ……, αρ. ………, στην Αθήνα και το από …….. μισθωτήριο διαμερίσματος στην ως άνω διεύθυνση από τον ανωτέρω.
4. Επειδή, οι ως άνω λόγοι που προβάλλει με την προσφυγή της η αιτούσα δεν παρίστανται ως προδήλως βάσιμοι, καθώς ο πρώτος απαιτεί ενδελεχή εξέταση ως προς το νόμο και την ουσία, ενώ οι λοιποί ανάγονται στην ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων νόμου που δεν έχουν τύχει επαρκούς νομολογιακής επεξεργασίας [πρβλ. ΔΠρΣερ 42/2017, περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικά με τη νομιμότητα της 11321/11115/802/2.6.2014 υπουργικής απόφασης (Β΄ 1551)]. Εξάλλου, ενόψει του ύψους των ζημιών που εμφανίζει η ατομική επιχείρηση της αιτούσας κατά τα δύο τελευταία έτη (…….ευρώ και …. ευρώ, αντίστοιχα), το Δικαστήριο κρίνει ότι η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη αν εκτελεστεί η προσβαλλόμενη πράξη για το σύνολο του ποσού που αφορά, συνισταμένη στον ισχυρό οικονομικό κλονισμό της επιχείρησής της και τη διακινδύνευση των μέσων βιοπορισμού της. Σταθμίζοντας δε τη βλάβη αυτή με τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την άμεση εκτέλεση πράξεων επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις μη καταχώρισης εργαζομένων σε πίνακα προσωπικού (πρβλ. ΣτΕ 3046/2014, 7μ., 745/2017, 735/2016, καθώς και ΕΑ ΣτΕ 263, 387/2015, 366, 466/2013), το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης για το 90% του σχετικού ποσού, ήτοι για ποσό 9.944,50 ευρώ, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής της αιτούσας και να εκτελεστεί η προσβαλλόμενη πράξη, μέχρι το ως άνω χρονικό σημείο, μόνο για το υπόλοιπο ποσό των 1.104,94 ευρώ.
5. Επειδή, κατ” ακολουθίαν, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, να γίνει εν μέρει δεκτή κατά τα λοιπά και να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης για το 90% του επιβληθέντος με αυτή ποσού, ήτοι για ποσό 9.944,50 ευρώ, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής της αιτούσας. Εξάλλου, πρέπει να αποδοθεί στην αιτούσα ποσό 25 ευρώ εκ του καταβληθέντος παραβόλου και να καταπέσει το λοιπό ποσό υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9, εδάφιο τρίτο, του Κ.Δ.Δ.), ενώ πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της αιτούσας και του Ε.Φ.Κ.Α., λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1, εδάφιο τρίτο, του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αίτηση αναστολής, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση αναστολής κατά τα λοιπά.
Αναστέλλει, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της με αριθμό εισαγωγής …………… προσφυγής της αιτούσας, την εκτέλεση της με αριθμό …………… πράξης επιβολής προστίμου Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης Περιφέρειας Αττικής και ήδη Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Ασφάλισης Αττικής του Ε.Φ.Κ.Α., κατά το ενενήντα τοις εκατό (90%) του ποσού του επιβληθέντος με την πράξη αυτή προστίμου, ήτοι, για ποσό εννέα χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα λεπτών (9.944,50 ευρώ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Διατάσσει την απόδοση ποσού είκοσι πέντε (25) ευρώ εκ του καταβληθέντος παραβόλου στην αιτούσα και την κατάπτωση του λοιπού ποσού υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της αιτούσας και του Ε.Φ.Κ.Α.
Η απόφαση εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 16.8.2017.