Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

Αστική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνο δράση οργάνου ενταγμένου στην δικαστική λειτουργία

Αριθμός 803/2021

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Σάρπ, Ι. Γράβαρης, Σ. Χρυσικοπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ε. Αντωνόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Ηλ. Μάζος, Β. Κίντζιου, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Δ. Εμμανουηλίδης, Ο. Παπαδοπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Αγγ. Μίντζια, Ρ. Γιαννουλάτου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χρ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Φ. Γιαννακού, Σύμβουλοι, Αικ. Ρωξάνα, Ειρ. Σταυρουλάκη, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ελ. Παπαδημητρίου και Β. Πλαπούτα καθώς και ο Πάρεδρος Χρ. Παπανικολάου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 8 Ιουλίου 2016 αγωγή:

της Α. Σ. του Β., κατοίκου Πειραιά (………), η οποία δεν παρέστη, αλλά εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Αθηνά Αλεφάντη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,

Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 2 Οκτωβρίου 2019 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 23 Οκτωβρίου 2019 πράξεως της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αγωγή αυτή ζητείται να καταβληθεί στην ενάγουσα αποζημίωση από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εισαγγελική παραγγελία για την υποβολή της σε ψυχιατρική εξέταση, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 95 κ.ε. του ν. 2071/1992.

Στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ της ενάγουσας, ο Ι.. Θ… του Κ…., κάτοικος Αμαρουσίου Αττικής (……..), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την παρέμβαση, νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο.

Η αντιπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Κουσούλη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), του Συμβούλου Δ. Εμμανουηλίδη, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, έλαβε μέρος στη διάσκεψη αντ’ αυτού ως τακτικό μέλος η Ε. Παπαδημητρίου, Σύμβουλος, αναπληρωματικό, μέχρι τότε, μέλος της συνθέσεως.

2. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας νομίμως μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με υπόμνημα κατατεθέν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην ενάγουσα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι και την εξόφληση, το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ και 57, 58, 914 και 932 ΑΚ, για την αποκατάσταση της προσβολής που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη στην προσωπικότητά της από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των εισαγγελικών λειτουργών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, των αστυνομικών οργάνων του Αστυνομικού Τμήματος Δημοτικού Θεάτρου, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Πειραιά και των ιατρών του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, οι οποίες είχαν ως συνέπεια την ακούσια νοσηλεία της στο ως άνω νοσηλευτικό ίδρυμα κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 95 κ.ε. του ν. 2071/1992.

3. Επειδή, στην παρούσα δίκη παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ της ενάγουσας, επικαλούμενος τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου, της παραγράφου 1, του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, ο Ι. Θ…., ο οποίος είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών επί αγωγής αποζημιώσεως που έχει εγείρει κατά του Ελληνικού Δημοσίου, στην οποία τίθεται το αυτό γενικότερου ενδιαφέροντος, με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, ζήτημα που τίθεται με τη δημοσιευθείσα στον Τύπο 17/2.10.2019 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010.

4. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις», (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του ν. 4055/2012, (Α΄ 51) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4446/2016, (Α΄ 240), ορίζονται τα ακόλουθα: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. …». Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της πρότυπης ή «πιλοτικής» δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, τα οποία αναμένεται να προκαλέσουν μεγάλο αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ’ ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για το λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπομένη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8) και, κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις, (βλ. ΣτΕ 874/2018 Ολομ., 479/2018 Ολομ., 734/2016 Ολομ., 4741/2014 Ολομ. κ.ά.).

5. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, εισήχθη δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατόπιν της από 19.9.2019 αιτήσεως του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία έγινε δεκτή με την πράξη 17/2.10.2019 της κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 Τριμελούς Επιτροπής, για να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα των ουσιαστικών προϋποθέσεων θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία. Η πράξη αυτή της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 8.10.2019, και «ΕΣΤΙΑ», φύλλο της 9.10.2019), όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 3900/2010. Περαιτέρω, με την από 23.10.2019 πράξη της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας η υπόθεση εισήχθη, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.

6. Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 3783/2014 επταμ., 1330/2016, 1607/2016 επταμ., 1533/2018, 2557/2019 κ.ά.). Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και η Σύμβουλος Ο. Παπαδοπούλου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ως θεμέλιο, κατά τα ανωτέρω, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για ζημιογόνες πράξεις οργάνων του, δεν καταλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την κατηγορία των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων. Αποζημίωση από πράξεις της κατηγορίας αυτής, για λόγους που συνάπτονται αμέσως με τις ισοδύναμες προς την αρχή της συμμετοχής στα δημόσια βάρη συνταγματικές αρχές της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης και της συνακόλουθης ασφάλειας δικαίου, προβλέπεται ειδικώς στο Σύνταγμα, όπου και όπως ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε αναγκαίο (άρθρο 7 παρ. 4 περί ευθύνης του Δημοσίου για άδικη ποινική καταδίκη και στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, άρθρο 99 περί ευθύνης των δικαστικών λειτουργών για κακοδικία). Στις εν λόγω, εξ άλλου, περιπτώσεις, το Σύνταγμα διέλαβε ρητή πρόβλεψη για την έκδοση νόμου που θα ρυθμίζει τις σχετικές προϋποθέσεις, ενώ στη δεύτερη και γενικότερη από αυτές, της κακοδικίας, όρισε και ειδικό δικαστήριο αρμόδιο για την εκδίκαση του σχετικού ένδικου βοηθήματος, και συγκροτούμενο με τρόπο πρόσφορο για τη διαφύλαξη των ως άνω, περί τη Δικαιοσύνη, συνταγματικών αρχών (δικαστικοί λειτουργοί από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, καθηγητές νομικής, δικηγόροι μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου). Περαιτέρω, από το γράμμα, τη συστηματική και την τελολογία των διατάξεων αυτών, συνάγεται ότι το Σύνταγμα, ρυθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την αποζημιωτική ευθύνη από πράξεις οργάνων της Δικαιοσύνης, δεν απέκλεισε πάντως την ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να διευρύνει τις περιπτώσεις αποζημίωσης από ζημιογόνες δικαιοδοτικές πράξεις. Τούτο όμως μόνον υπό ανάλογες προς τις ως άνω προϋποθέσεις. Εφόσον δηλαδή οι σχετικές ρυθμίσεις θεσπίζονται ως ειδικές διατάξεις νόμου, έπειτα από στάθμιση της ανάγκης αποζημίωσης προς τις προμνημονευθείσες συνταγματικές απαιτήσεις ως προς την ανεξαρτησία και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, και εφόσον σε κάθε περίπτωση είναι πρόσφορες για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων, και δη από άποψη τόσον ουσιαστική (ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αποζημιωτικής ευθύνης) όσο και δικονομική (ιδίως ως προς την συγκρότηση του αρμόδιου δικαστηρίου). Ειδικώς, εξ άλλου, προκειμένου περί ζημιογόνων πράξεων δικαστικών οργάνων αναφορικά με την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, οι πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις, ερμηνευόμενες σε αρμονία με τη βασική αρχή του δικαίου τούτου, δικαιολογούμενη από την ιδιαιτερότητά του, να αποζημιώνεται από το Δημόσιο και η ζημία ιδιωτών από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης από εθνικά δικαστήρια, υπό τις προϋποθέσεις που αναγνωρίζει σχετικώς η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., αντί άλλων, ΔΕΕ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C 224/01), τρέπουν κατ’ αρχήν, στην περίπτωση αυτή, την προεκτεθείσα ευχέρεια του νομοθέτη σε υποχρέωση θέσπισης αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Και πάλιν όμως οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις τελούν υπό τις ως άνω συνταγματικές προϋποθέσεις ως προς την μέριμνα για την ανεξαρτησία, το κύρος και την ευρυθμία της Δικαιοσύνης και την προσφορότητά τους προς τούτο. Προϋποθέσεις, άλλωστε, συμβατές κατ’ αρχήν και με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου (βλ. την ως άνω νομολογία του ΔΕΕ, ιδίως ως προς την απαίτηση «κατάφωρης» παραβίασης του ενωσιακού δικαίου για την γένεση της ευθύνης και τη δικονομική αυτονομία των κρατών, υπό την τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας). Μειοψήφησαν ακόμη η Αντιπρόεδρος Σ. Χρυσικοπούλου και οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Η. Μάζος, Χ. Λιάκουρας και Φ. Γιαννακού, οι οποίοι διατύπωσαν την εξής γνώμη: Από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 99 συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το θέμα της ευθύνης του Κράτους από την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαίρεσε έτσι το θέμα της ανωτέρω αποζημιωτικής ευθύνης του Κράτους από το ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 5 περιορίζοντάς την μόνον στις ρητώς προβλεπόμενες ως άνω περιπτώσεις των άρθρων 7 παρ. 4 και 99 του Συντάγματος. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της ευθύνης του Δημοσίου για την αποκατάσταση ζημίας από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των διοικητικών οργάνων του, μπορεί να αποτελεί και το έρεισμα για την αποκατάσταση από το Δημόσιο «ζημίας» που προκαλείται στους διαδίκους από την έκδοση δικαστικής απόφασης ή πράξης. Και τούτο διότι, ενόψει της φύσης και της ιδιαιτερότητας του δικαιοδοτικού έργου, η χωρίς ειδικό συνταγματικό πλαίσιο ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να ορίσει α) την έννοια του «δικαστικού σφάλματος» που επισύρει την αποζημιωτική ευθύνη του Κράτους, β) το αρμόδιο δικαστήριο και τη δικονομική διαδικασία προς εκδίκαση της οικείας αγωγής και γ) τις συνέπειες σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή αυτή, δύναται να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και την εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτήν. Συγκεκριμένα, ο παρεμπίπτων έλεγχος της «ορθότητας» των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων στο πλαίσιο της εκδίκασης αγωγής αποζημίωσης προκαλεί ατέρμονα αμφισβήτηση των διαφορών που έχουν ήδη επιλυθεί αμετακλήτως και συνεπάγεται την οριστική επίλυση της αποζημιωτικής διαφοράς με αυθεντική κρίση για το προεκτεθέν παρεμπίπτον ζήτημα. Με τον τρόπο αυτόν, εφόσον η ήδη κριθείσα αμετακλήτως υπόθεση επανεξετάζεται επ’ ευκαιρία αγωγής αποζημίωσης και επιλύεται αυθεντικά εκ νέου από άλλο δικαστή, διαφορετικό από τον φυσικό δικαστή της υπόθεσης, κλονίζεται η ασφάλεια του δικαίου και η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, αφού τίθεται υπό αμφισβήτηση η ήδη παρασχεθείσα από το αρμόδιο δικαστήριο (άρθρα 93 επ. του Συντάγματος), σύμφωνα με τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες, έννομη προστασία. Περαιτέρω, ο ως άνω επανέλεγχος των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων δεν εναρμονίζεται με τη δικαστική ανεξαρτησία, τούτο δε, ενόψει του ότι οι δικαστές, προκειμένου να κρίνουν επί των διαφορών που άγονται ενώπιόν τους για τα τιθέμενα πραγματικά και νομικά ζητήματα, δεν δεσμεύονται κατ’ αρχήν, κατά το εθνικό δίκαιο, από την ήδη υπάρχουσα νομολογία, ακόμη και παγία, και δύνανται να μην την ακολουθήσουν εφόσον συντρέχουν λόγοι σοβαροί και επικρατέστεροι του αιτήματος της ασφάλειας του δικαίου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά την εν λόγω μειοψηφούσα γνώμη, εκτός από την ευθύνη βάσει των άρθρων 7 παρ. 4 και 99 του Συντάγματος και τον καθιερούμενο ευθύ έλεγχο των δικαστικών αποφάσεων με τα προβλεπόμενα στα οικεία νομοθετήματα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα, η αναγνώριση της ευχέρειας πολλώ δε μάλλον της υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη να ρυθμίσει, χωρίς μάλιστα ειδική διασφαλιστική της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης συνταγματική πρόβλεψη, τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της «ορθότητας» των δικαστικών αποφάσεων και πράξεων από άλλο δικαστή, διαφορετικό από τον φυσικό δικαστή, δεν συνάδει προς τη συνταγματικώς κατοχυρούμενη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και θέτει υπό διαρκή αμφισβήτηση την αυθεντική κρίση του φυσικού δικαστή πλήττοντας την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, επιφέροντας αναστάτωση στις συναλλαγές και εξουδετερώνοντας την ασφάλεια του δικαίου (άρθρα 8, 20 παρ. 1 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος). Άλλο δε είναι το ζήτημα της ευθύνης προς αποζημίωση του Δημοσίου από αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών οργάνων εάν προκληθεί ζημία κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΚ 30.9.2003, C-224/01, Köbler, Συλλ. 2003 Ι-10239, ΔΕΚ 13.6.2006, C-173/03 Traghetti del Mediterraneo, Συλλ. 2006 Ι-5177, ΔΕΚ 24.11.2011, C-379/10, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 2011 Ι-00180).

7. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επιδιώκεται η αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και η ικανοποίηση ηθικής βλάβης που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων του Δημοσίου, όταν αυτές κρίνονται παράνομες από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως. Οι διατάξεις αυτές, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Η γενόμενη δεκτή με την απόφαση ΣτΕ 799/2021 (Ολομ.) υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφύλαξης της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια, και όχι από τη διαπίστωση, από την πλευρά του Δικαστηρίου, της ύπαρξης κοινής στις εθνικές έννομες τάξεις προσέγγισης ως προς την αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Εξάλλου, μετά την απόφαση Köbler του ΔΕΚ (C-224/01), στις έννομες τάξεις πλειόνων κρατών μελών υφίσταται διάκριση μεταξύ, αφενός, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από τα δικαστήρια, την οποία τα ίδια αναγνωρίζουν, και, αφετέρου, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του εθνικού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις, την οποία καταρχήν απορρίπτουν (πρβλ. Conseil d’ Etat αποφάσεις της 18.6.2008, Gestas, n° 295831, της 16.4.2019, Société Fauba France, n° 423643 σκ. 2, Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας, απόφαση 10.10.2003, VfGH, A-36/00). Συγκλίνουσα γνώμη διατύπωσαν ο Αντιπρόεδρος Ι. Γράβαρης και η Σύμβουλος Ο. Παπαδοπούλου, θεωρώντας ότι, για τους λόγους που εξέθεσαν στη μειοψηφία τους στη σκέψη 4, από μεν το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος δεν απορρέει αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου για δικαιοδοτικές πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, κατά τα λοιπά δε δεν υφίσταται η αναγκαία, κατά την άποψη αυτή, νομοθετική ρύθμιση, η οποία να θεσπίζει ειδικώς τέτοια ευθύνη, έπειτα από στάθμιση της αναγκαιότητάς της προς τις συνταγματικές αρχές της ανεξαρτησίας, του κύρους και της ευρυθμίας της Δικαιοσύνης, και να είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση των αρχών αυτών (η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ούτε λαμβάνει μέριμνα ούτε παρίσταται πρόσφορη προς τούτο). Περαιτέρω, η Αντιπρόεδρος Σ. Χρυσικοπούλου και οι Σύμβουλοι Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Χ. Λιάκουρας και Φ. Γιαννακού, κατόπιν της εκτεθείσας στην προηγούμενη σκέψη γνώμης τους, υποστήριξαν την εξής ειδικότερη γνώμη: Ο νομοθέτης δεν έχει την υποχρέωση ούτε την ευχέρεια να καθορίσει τη διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται ζημία που προκαλείται από εν γένει αποφάσεις ή πράξεις δικαστικών οργάνων κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου τους, για τους λόγους που αναφέρονται στην προπαρατεθείσα μειοψηφούσα γνώμη τους. Για τους ίδιους λόγους δεν είναι δυνατή και η ευθεία ή η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. ούτε η ευθεία εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 5 στις περιπτώσεις αποφάσεων ή πράξεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους, οι οποίες, κατά τον ενάγοντα, είναι μη ορθές και ζημιογόνες. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Α. Ράντος και οι Σύμβουλοι Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Η. Μάζος, Κ. Κονιδιτσιώτου, Μ. Τριπολιτσιώτη, με τους οποίους τάχθηκαν οι Πάρεδροι Α. Ρωξάνα και Ε. Σταυρουλάκη, οι οποίοι διατύπωσαν την εξής γνώμη: Όπως έχει κριθεί με την 1501/2014 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ορίζοντας ως προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τον παράνομο χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως, έχει ευθεία εφαρμογή στην περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθετήσεως αντικείμενη σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας). Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφ’ όσον δε το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Θα ήταν, άλλωστε, αντιφατικό σε μία εθνική συνταγματική έννομη τάξη να διασφαλίζονται, και ορθώς, τα δικαιώματα που έλκει ο πολίτης από την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ 799/2021), αλλά να μη διασφαλίζονται τα αυτά ακριβώς δικαιώματα, όταν τα έλκει από την εθνική συνταγματική έννομη τάξη. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.

8. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 93 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», ενώ στο άρθρο 94 ότι «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το Σύνταγμα οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Εξ αυτών δε παρέπεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να εκπληρώσει την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη υποχρέωση θέσπισης του νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, σε αρμονία με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις που καθιερώνουν το προαναφερθέν οργανωτικό σύστημα χωριστών δικαιοδοσιών, ήτοι ρυθμίζοντας τα σχετικά ζητήματα χωριστά ανά δικαιοδοτικό κλάδο. Κατά την συγκλίνουσα άποψη του Αντιπροέδρου Ι. Γράβαρη και της Συμβούλου Ο. Παπαδοπούλου, η απαιτούμενη εν προκειμένω -πλην ελλείπουσα- νομοθετική ρύθμιση, οφείλει να μεριμνά, κατά τα εκτεθέντα στις προηγηθείσες μειοψηφίες των ίδιων δικαστών, για την ανεξαρτησία, το κύρος και την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, και, επομένως, να βρίσκεται σε αρμονία με τη συνταγματική της οργάνωση, δεν είναι όμως και αναγκαίο να ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα ανά δικαιοδοτικό κλάδο. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Α. Ράντος και οι Σύμβουλοι Κ. Φιλοπούλου, Α. Χλαμπέα, Δ. Μακρής, Ε. Παπαδημητρίου, Α. Μίντζια, Α. Σδράκα, και Φ. Γιαννακού, με την γνώμη των οποίων συντάχθηκε η Πάρεδρος Α. Ρωξάνα, κατά τη γνώμη των οποίων η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνει και την εκδίκαση διαφορών σχετικών με την αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ανεξαρτήτως της δικαιοδοσίας στην οποία ανήκουν τα όργανα αυτά. Τέλος, μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Σ. Χρυσικοπούλου και η Σύμβουλος Τ. Κόμβου, κατά τη γνώμη των οποίων, εφόσον πρόκειται για αγωγή αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου για την αποκατάσταση ζημίας από απόφαση ή πράξη ή παράλειψη δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των διοικητικών δικαστηρίων κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους, θα πρέπει, σε αρμονία με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 99 του Συντάγματος και στην παρ. 2 του άρθρου 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 693/1977 “Περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας” (Α΄ 262), να οριστεί ότι για την εκδίκαση της αγωγής αυτής αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια, στις λοιπές δε περιπτώσεις αγωγών αποζημίωσης για αποφάσεις ή πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη βεβαίως των άρθρων 535 έως 544 του Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4620/2019 (Α΄ 96). Και τούτο διότι, κατά τη γνώμη αυτή, λόγω της ιδιότητας του προσώπου που εξέδωσε τη φερόμενη ως μη ορθή και ζημιογόνο απόφαση ή τέλεσε τη φερόμενη ως μη ορθή και ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, ο δικαστής της αγωγής αποζημίωσης δεν θα πρέπει να ανήκει στο ίδιο Σώμα ή στον ίδιο Κλάδο της Δικαιοσύνης.

9. Επειδή, η μεταστροφή της νομολογίας επί ζητημάτων ερμηνείας κανόνων του θετικού δικαίου αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με το δικαιοδοτικό έργο και αναγκαίο μέσο για την περαιτέρω εξέλιξή του, τα δε δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία προς πραγματοποίησή της. Κατά συνέπεια, η νομολογιακή μεταστροφή δεν παραβιάζει τις απορρέουσες από το Σύνταγμα (ΣτΕ 1738/2017 Ολομ.) και την ΕΣΔΑ αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης -από τις οποίες άλλωστε δεν απορρέει δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας (απόφαση του ΕΔΔΑ της 29.1.2019, Orlen Lietuva Ltd. κατά Λιθουανίας, 45849/13, σκ. 80)-, παρά μόνον εάν αυτή παρίσταται αυθαίρετη ή παντελώς στερούμενη αιτιολογίας (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22.5.2018, Jureša κατά Κροατίας, 24079/11, σκ. 44, της 30.10.2010, της 12.1.2016, Borg κατά Μάλτας, 37537/13, σκ. 111, S.S. Balikliçeşme Beldesi Tarim Kalkinma Kooperatifi και λοιποί κατά Τουρκίας, 35703/05, σκ. 28). Εξάλλου, οι ως άνω αρχές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με την αρχή της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ουδόλως υποχρεώνουν τα δικαστήρια σε χρονική μετάθεση των εννόμων συνεπειών που συνεπάγεται η νομολογιακή μεταστροφή και, ειδικότερα, στην εφαρμογή των κανόνων και αρχών που αποτελούν το αντικείμενό της στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση της απόφασης που την επιφέρει υποθέσεις, εκτός εάν η μεταστροφή αφορά α) σε ζητήματα παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου μέσου (ΣτΕ 3596/1971 Ολομ., 605/2008 Ολομ., 4304/2001, 1587/2007 επταμ. 1023/2009 επταμ., 1913/2010 επταμ., 2436/2012 επταμ., 2131/2015 1898/2016 επταμ., 170/2017 επταμ. κ.ά., βλ. και απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, 48297/15, σκ. 36-44), β) σε δικαιώματα, αξιώσεις ή εύλογες προσδοκίες, οι οποίες ερείδονται επί παγιωθείσας νομολογίας και καθίστανται, για τον λόγο αυτό, άξιες προστασίας παρά τη μεταστροφή που συνεπάγεται την εφεξής μη αναγνώρισή τους. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν νοείται άμεση εφαρμογή κανόνα αποτελούντος προϊόν νομολογιακής μεταστροφής κατά παραβίαση της αρχής της προβλεψιμότητας (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, της 19.2.2013, Petko Petkov κατά Βουλγαρίας, 2834/06 σκ. 33, της 7.7.2011, Serkov κατά Ουκρανίας, 39766/05, σκ. 40).

10. Επειδή, από τα διαθέσιμα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν, εν προκειμένω, τα εξής: Με την από 23.12.2002 αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς ο υιός της ενάγουσας ζήτησε τη μεταφορά της σε δημόσια ψυχιατρική κλινική, προκειμένου εξετασθεί από ψυχιάτρους και να διαγνωσθεί κατά πόσο είναι απαραίτητη η νοσηλεία της για την αποτροπή πράξεων βίας κατά της ίδιας ή τρίτων, διότι- κατά τους ισχυρισμούς του- έπασχε από ψυχική διαταραχή και ηρνείτο να εξετασθεί από ιατρούς. Προς τούτο συνετάγη αυθημερόν παραγγελία του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς προς το Αστυνομικό Τμήμα Πειραιώς, με την οποία ζητήθηκε από τα αστυνομικά όργανα να μεριμνήσουν για την εξέταση της ενάγουσας από ιατρούς του Δημοσίου προκειμένου να γνωματεύσουν αν αυτή, συνεπεία πάθησης, είναι επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και την προσωπική ασφάλεια των πολιτών ή για τον εαυτό της. Σε εκτέλεση της παραγγελίας αυτής η ενάγουσα μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (βλ. το από 9.4.2003 έγγραφο του Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Πειραιά προς το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής) όπου και παρέμεινε, κατά τα εξιστορούμενα στο δικόγραφο της αγωγής, οκτώ (8) ώρες και εξετάσθηκε από δύο ψυχιάτρους. Οι τελευταίοι εξέδωσαν το από 9.4.2003 πιστοποιητικό με τη γνωμάτευσή τους, σύμφωνα με την οποία «στην παρούσα φάση δεν ελέγχεται ψυχοπαθολογία παραγωγικού τύπου, πλην η ενάγουσα εμφανίζει στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας παρανοειδούς τύπου και, για τον λόγο αυτό, δεν έχει ανάγκη νοσηλείας, αλλά συμβουλευτικού τύπου παρεμβάσεων προκειμένου ν’ αντιμετωπισθούν οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, οι οποίες τροφοδοτούνται από την παραπάνω διαταραχή». Η γνωμάτευση αυτή επεστράφη στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, ο οποίος δεν προέβη σε περαιτέρω ενέργειες. Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα άσκησε την από 3.4.2008 αγωγή κατ’ άρθρο 57 ΑΚ κατά του υιού της, του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και των δύο ιατρών που εξέδωσαν το από 9.4.2003 πιστοποιητικό. Με την 1774/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η αγωγή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη ως προς το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής και τους δύο ιατρούς και έγινε δεκτή ως προς τον υιό της ενάγουσας λόγω ερημοδικίας του και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή του να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 6.000 ευρώ νομιμοτόκως. Με την 3430/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, εκδοθείσα κατόπιν έφεσης της ενάγουσας, εξαφανίστηκε εν μέρει η πρωτόδικη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή κατά του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και των δύο ιατρών ελλείψει δικαιοδοσίας, ενώ κατά τα λοιπά απορρίφθηκε η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, κατά το μέρος της εκείνο που αφορούσε τον υιό της. Εν τω μεταξύ, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση, από 8.7.2016 αγωγή της κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ισχυριζόμενη ότι οι αρμόδιες εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές και οι υγειονομικές υπηρεσίες προέβησαν σε κατάφωρη παραβίαση της διαδικασίας ακούσιας νοσηλείας, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 95 κ.ε. του ν. 2071/1992, καθόσον α) ο Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών παρήγγειλε τη μεταφορά της στην ψυχιατρική κλινική και τα αστυνομικά όργανα την εκτέλεσαν, με μόνη την αίτηση του υιού της, η οποία δεν συνοδευόταν ούτε από ένορκες καταθέσεις (τις οποίες τα αστυνομικά όργανα έπρεπε να λάβουν) ούτε από οποιαδήποτε ιατρική γνωμάτευση, β) οι ιατροί εξέδωσαν άκυρο (στο μέτρο που δεν φέρει σφραγίδα της υπηρεσίας) πιστοποιητικό, χωρίς προηγουμένως να της εξηγήσουν τη διαδικασία και τα δικαιώματά της στο πλαίσιο αυτής, με συνέπεια την αποτύπωση αναληθούς διάγνωσης. Επιπλέον, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι τα αστυνομικά όργανα παρανόμως κατέγραψαν το πόρισμα της ιατρικής γνωμάτευσης στο βιβλίο συμβάντων του αστυνομικού τμήματος, με συνέπεια να υφίσταται παραβίαση των προσωπικών της δεδομένων. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι συνεπεία των ανωτέρω παρανόμων πράξεων και παραλείψεων υπέστη, αφενός, στέρηση της προσωπικής της ελευθερίας και, αφετέρου, ψυχική ταλαιπωρία, πόνο, καταπόνηση και έντονη ψυχολογική δυσφορία και, εν τέλει, προσβολή της προσωπικότητάς της, για την αποκατάσταση της οποίας ζητά χρηματική ικανοποίηση ύψους 50.000 ευρώ, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 932 και 57 ΑΚ.

11. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψεις 6-8), ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζομένου, ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αγωγή, έχουσα ως έρεισμα τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, παρίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθ’ ο μέρος η με αυτή επιδιωκόμενη αξίωση ερείδεται στην παρανομία της από 23.12.2002 παραγγελίας του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Περαιτέρω, εφόσον δεν υφίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη αξίωση αποζημίωσης ελλείψει του ως άνω νομοθετικού πλαισίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν τίθεται ζήτημα άρσης του απαραδέκτου της κρινόμενης αγωγής, η οποία ασκήθηκε μετά τη δημοσίευση της 1501/2014 απόφασης της Ολομελείας, κατ’ εφαρμογή των αρχών της δίκαιης δίκης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δοθέντος, αφενός, ότι το απαράδεκτο δεν συνδέεται εν προκειμένω με τις δικονομικές προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής κατ’ άρθρο 73 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) αλλά με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις γένεσης της αποζημιωτικής αξίωσης και, αφετέρου, ότι η επικαλούμενη από τους ενάγοντες αξίωση δεν στηρίζεται σε πάγια νομολογία. Και τούτο, διότι ο κανόνας της ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ σε περίπτωση προδήλου ή βαρέος σφάλματος τέθηκε για πρώτη φορά με την 1501/2014 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, η οποία άλλωστε δεν αφορούσε σφάλματα δικαστικών αποφάσεων, αλλά αστυνομικών οργάνων ενεργούντων ως προανακριτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, υιοθετήθηκε δε ακολούθως από τα Τμήματα του Δικαστηρίου σε μικρό αριθμό διαφορών, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα εντάσσονται σε ομάδα όμοιων υποθέσεων (ΣτΕ 1330/2016, 1533-4/2018, 2557/2019), μία αφορά σε πράξη δικαστικού οργάνου σχετική με τη διοίκηση της Δικαιοσύνης (ΣτΕ 48/2016 επταμ.), ενώ άλλες δεν αφορούν καν πρόδηλο σφάλμα οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία (ΣτΕ 3783/2014 επταμ., η οποία αφορά σε πρόδηλα σφάλματα των κρατικών οργάνων εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 4403/2015, η οποία αφορά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα εθνικά διοικητικά όργανα, ΣτΕ 1607/2016, η οποία σε πρόδηλα σφάλματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την εποπτεία των επενδυτικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 2168/2016 επταμ., η οποία αφορά σε πρόδηλα σφάλματα συμβολαιογράφων στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης). Επιπλέον, μεταξύ της δημοσίευσης της 1501/2014 απόφασης της Ολομελείας του Δικαστηρίου (28.4.2014) και της άσκησης της κρινόμενης αγωγής (8.7.2016), μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου δυόμιση ετών, στο οποίο δεν δημοσιεύθηκε ικανός αριθμός αποφάσεων με αντικείμενο το ίδιο νομικό ζήτημα, με συνέπεια να μην μπορεί να γίνει λόγος για παγίωση της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού. Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη της Αντιπροέδρου Σ. Χρυσικοπούλου και των Συμβούλων Τ. Κόμβου, Χ. Λιάκουρα και
Φ. Γιαννακού, η ένδικη αγωγή αποζημίωσης, που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και απευθύνεται ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 παράγραφοι 1 και 2 περίπτ. η΄ του ν. 1406/1983 και 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας έχει δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, είναι παραδεκτή και, εξεταζόμενη περαιτέρω κατά το μέρος της με το οποίο αξιώνεται αποζημίωση για ζημία που επήλθε από την πιο πάνω παραγγελία του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για τη μεταφορά της ενάγουσας σε ψυχιατρική κλινική είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη. Και τούτο, διότι η επικαλούμενη από την ενάγουσα ως παράνομη και ζημιογόνος εισαγγελική παραγγελία δεν μπορεί να θεμελιώσει αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου με βάση την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, που απαιτεί παρανομία των πράξεων ή των παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της κυριαρχικής Διοίκησης ή της κυριαρχικής εξουσίας του Δημοσίου και εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση της ζημιογόνου δράσης οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης αντικείμενη σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας). Κατόπιν αυτού, εφόσον η αγωγή είναι παραδεκτή, κατά την ίδια γνώμη, δεν ανακύπτει θέμα μεταστροφής της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Α. Ράντος και η Σύμβουλος Ρ. Γιαννουλάτου, με τους οποίους τάχθηκε η Πάρεδρος Α. Ρωξάνα, κατά τη γνώμη των οποίων λόγοι αναγόμενοι στις, έχουσες συνταγματικό έρεισμα, αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν την εξέταση της υπό κρίση αγωγής κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι, μετά τη δημοσίευση της 1501/2014 αποφάσεώς του, που και μόνη, ως προερχόμενη από την Ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, θα αρκούσε, το μεν Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με τις μνημονευόμενες από την πλειοψηφία αποφάσεις του, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πρόδηλο σφάλμα οργάνων του ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία, τα δε διοικητικά δικαστήρια της ουσίας τις εφάρμοσαν τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό (βλ. όλως ενδεικτικώς Δ.Π. Αθηνών 4997/2015, 1297/2017, 3598/2018, 13421/2019, 402/2020, Δ.Π. Πατρών 1225/2016, Δ.Π. Πύργου 345/2019, Δ.Π. Πειραιώς 552/2019, Δ.Π. Κέρκυρας 425/2020, Δ.Π. Θεσσαλονίκης 4407/2020, Δ.Εφ. Αθηνών 2462/2015, 4034/2016,1107/2017, 3601/2020, 3709/2020, Δ.Εφ. Πειραιώς 1691/2018, Δ.Εφ. Λάρισας 352/2019), αναστέλλοντας, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις την πρόοδο των ενώπιόν τους δικών εν αναμονή των αποφάσεων του Δικαστηρίου, με συνέπεια να δημιουργείται στην ενάγουσα ανεξαρτήτως χρόνου άσκησης της αγωγής της, η εύλογη πεποίθηση ότι, πάντως κατά τον χρόνο εκδίκασής της, υφίσταται πλέον πάγια νομολογία ως προς τη δυνατότητα αποκατάστασης ζημίας από δικαστικές αποφάσεις με άσκηση αγωγής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν πληρούται, κατά την ίδια γνώμη, η δεύτερη από τις δύο προϋποθέσεις που εκτίθενται στη σκέψη 9, η συνδρομή των οποίων επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση εφαρμογή στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης δίκες των κανόνων που διαμορφώθηκαν κατόπιν μεταστροφής της νομολογίας.

12. Επειδή, εξάλλου, η κρινόμενη αγωγή, καθ’ ο μέρος η με αυτή επιδιωκόμενη αξίωση ερείδεται σε παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, πράξεις και υλικές ενέργειες των αστυνομικών οργάνων του Αστυνομικού Τμήματος Πειραιώς και του ιατρικού προσωπικού του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, συνιστά αγωγή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, δεν θέτει όμως γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα, ώστε να δικαιολογείται η εκδίκασή της από το Δικαστήριο. Επομένως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, πρέπει, κατά το μέρος της αυτό, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, στο οποίο κατατέθηκε.

13. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί εν μέρει, ενώ απορριπτέα παρίσταται και η παρέμβαση. Κατ’ εκτίμηση, όμως, των περιστάσεων ο ενάγων και ο παρεμβαίνων πρέπει να απαλλαγούν από τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

Δ ι ά τ α ύ τ α

Επιλύει το παραπεμφθέν γενικότερης φύσεως θέμα.

Απορρίπτει εν μέρει την αγωγή.

Απορρίπτει την παρέμβαση.

Απαλλάσσει την ενάγουσα και τον παρεμβαίνοντα από τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου.

Παραπέμπει κατά τα λοιπά την αγωγή προς εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2020

Ο ΠρόεδροςΗ Γραμματέας

Αθ. ΡάντοςΕλ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 2021.

Η ΠρόεδροςΗ Γραμματέας

Ε. ΣάρπΕλ. Γκίκα