Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα μελέτης του κου Δημητρίου Γ. Χριστοφιλοπούλου, δικηγόρου και καθηγητού Θεσμών και Πολιτικής Χωροταξίας-Πολεοδομίας, η οποία δημοσιεύθηκε στο Νομικό Βήμα, τομ. 59, τευχος 2, σελ. 225-230 και με τίτλο: «Καλλικράτης»(Ν. 3852/2010) και πολεοδομικές αρμοδιότητες.
Ενδιαφέρον και κρίσιμο κατά τη γνώμη μας είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας, σε μια προσπάθεια του να αναλύσει και πολιτικά το ζήτημα, αναφέρεται στην βαθύτερη αιτία η οποία γεννά τις πολεοδομικές αρρυθμίες αλλά και την αδυναμία ή απροθυμία της Διοίκησης να επιλύσει το εν λόγω ζήτημα, προκαλώντας με τη στάση της αυτής ακόμη περισσότερα προβλήματα στους διοικούμενους. Ο συγγραφέας στην συμπερασματική του παράγραφο αναφέρει τα εξής:
Εδώ και δεκάδες χρόνια η Διοίκηση (εκτελεστική εξουσία, εκάστοτε κυβέρνηση) με διάφορους πολεοδομικούς νόμους έχει κρατήσει όλες τις πολεοδομικές αρμοδιότητες, που συνεπάγονται πολιτικό όφελος, και εκείνες που έχουν πολιτικό κόστος (ιδιαίτερα την εφαρμογή των σχεδίων) τις έχει μεταβιβάσει στην τοπική αυτοδιοίκηση. Για παράδειγμα η Διοίκηση είναι αρμόδια για τις εντάξεις περιοχών στο σχέδιο πόλεως και την πολεοδόμηση τους. Η ένταξη αυτή συνεπάγεται αύξηση της περιουσίας των ιδιοκτητών με τη μετατροπή ενός γηπέδου μικρής αξιας σε οικόπεδο πολλαπλάσιας αξίας. Έτσι, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων πιέζουν για την κατά προτεραιότητα ένταξη τους στο σχέδιο, πράγμα που παρέχει την ευκαιρία στην εκάστοτε κυβέρνηση για τη διαμόρφωση πελατειακών σχέσεων.
Περαιτέρω, η πολεοδομική ρύθμιση δεν εξαντλείται στην ένταξη αλλά και στον εν συνεχεία καθορισμό των όρων δόμησης για την πολεοδόμηση της περιοχής. Ο καθορισμός αυτός ανήκει επισης στη Διοίκηση, η οποία τον διαχειρίζεται κατα βούληση. Η αποκλειστική αυτή διαχείριση του συντελεστή δόμησης από την κρατική διοίκηση έχει ως στόχο την εξυπηρέτηση πελατειακών συμφερόντων με συνέπεια να χρησιμοποιείται περισσότερο για την ικανοποιηση ατομικών και λιγότερο κοινωνικών συμφερόντων. Αντίθετα, στην τοπική αυτοδιοίκηση μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες που έχουν πολιτικό κόστος και ιδιαίτερα η εφαρμογή των σχεδίων. Όμως, λόγω του ελλειμματικού ισοζυγίου η τοπική αυτοδιοίκηση δεν διαθέτει τα αναγκαία ποσά για την απόκτηση των ακινήτων που καταλαμβάνονται από κοινόχρηστους χώρους με συνέπεια την απώλεια των χώρων αυτών ή τη μεγάλη βραδυπορία σχετικά με την εφαρμονή των σχεδίων.
Την πιο πάνω αντίληψη της κυριαρχίας της Διοίκησης στο σχεδιασμό ενίσχυσε η ερμηνεία από το Συμβούλιο της Επικρατείας της § 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο αυτό έκρινε ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί κρατική δραστηριότητα και συνεπώς η έγκριση των πολεοδομικών σχεδίων και η πολεοδόμηση των περιοχών τους πρέπει να γίνονται με π.δ. Η κρίση αυτή ελάχιστα περιθώρια αφήνει για την αποκέντρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού, που περιορίζεται κατά κανόνα στην εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων.
Η κυβέρνηση δέχθηκε την ερμηνεία αυτή του ΣτΕ χωρίς να προσπαθήσει να πείσει το δικαστήριο για την ανάγκη της πραγματικής αποκέντρωσης και του χωρικού σχεδιασμού. Έτσι, ελάχιστες αποφασιστικές αρμοδιότητες πολεοδομικού σχεδιασμού έχει και με τον «Καλλικράτη» όχι μόνον η αιρετή αυτοδιοίκηση (Δήμοι και Περιφέρειεο) αλλά και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Σχεδόν όλες οι αρμοδιότητες συγκεντρώνονται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος (ΥΠΕΚΑ) εκτός από την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων η οποία μεταβιβάζεται στην τοπική αυτοδιοίκηση (Δήμοι, Περιφέρειες) αλλά και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων αποτελεί το σπουδαιότερο τμήμα του πολεοδομικού σχεδιασμού, εφόσον με αυτή πραγματώνονται οι στόχοι του πολεοδομικού σχεδιασμού. Μια από τις αιτίες που οι περισσότερες πόλεις της Χώρας είναι πολεοδομικά προβληματικές οφείλεται στην κακή εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου η οποία οδηγεί στην απόκτηση των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την § 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, εφόσον δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός της εξυπηρέτησης της λειτουργικότητας και της ανάπτυξης των οικισμών και της εξασφάλισης των καλλίτερων δυνατών όρων διαβίωσης. Για το λόγο αυτό το κράτος (κεντρικό ή περιφερειακό) πρέπει να καταστεί συναρμόδιο και συνυπεύθυνο για την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων.