Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

ΕλΣυν (Τρίτο Τμήμα) 23/2023-Αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος δημοσίου υπαλλήλου σε περίπτωση ανάκλησης παράνομου διορισμού

ΑΠΟΦΑΣΗ 23/2023

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ  

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Μαΐου 2022, με την ακόλουθη σύνθεση: ………..

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: ………….., Επιτροπεύουσα Πάρεδρος, που αναπληρώνει νομίμως τον κωλυόμενο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας.

Γραμματέας: …………………., υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Για να δικάσει την από 29.11.2021 (Α.Β.Δ. ………….) έφεση του Γ. Γ. του Σ., κατοίκου ………….., ο οποίος παραστάθηκε κατά τη συζήτηση με την από 16.5.2022 δήλωση του άρθρου 231 παρ. 1 του ν.4700/2020, του πληρεξούσιου δικηγόρου του Παναγιώτη Τζαμτζή (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 30457)

κατά α) του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους …………….. και β) του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)», όπως μετονομάστηκε ο «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)» (άρθρο 51Α του ν. 4387/2016, Α΄ 85, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020, Α΄ 43), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νομίμως από τον Διοικητή του, το οποίο παραστάθηκε διά της αυτής Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

για την ακύρωση α) της ………………………… πράξης του Προϊσταμένου της Γ΄ Διεύθυνσης Απονομής Συντάξεων και Εφάπαξ Δημοσίου Τομέα του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και β) κάθε άλλης συναφούς, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:

Την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.

Την Επιτροπεύουσα Πάρεδρο στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας, η οποία πρότεινε την παραδοχή της έφεσης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως κατ’ άρθρο 295 παρ. 2 του ν.4700/2020.

 Αφού άκουσε την εισήγηση της Συμβούλου Γ. Π. και

Μελέτησε τα έγγραφα του φακέλου

Σκέφθηκε κατά τον νόμο

1. Με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας ο εκκαλών έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση προκαταβολής παραβόλου με την ………… πράξη της Προέδρου του Τμήματος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 317 επ. του ν. 4700/2020 (Α΄ 127), ζητείται η ακύρωση α) της ……………………. πράξης του Προϊσταμένου της Γ΄ Διεύθυνσης Απονομής Συντάξεων και Εφάπαξ Δημοσίου Τομέα του Ηλεκτρονικού Ενικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και β) κάθε άλλης συναφούς, προγενέστερης ή μεταγενέστερης πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης. Ειδικότερα, με την προσβαλλόμενη πράξη απορρίφθηκε αίτημα του εκκαλούντος για κανονισμό σε αυτόν σύνταξης από το Δημόσιο, με την αιτιολογία ότι με την ……………………. απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής …… ανακλήθηκε η ………………. απόφαση διορισμού του (τ. ΝΠΔΔ 41) σε οργανική θέση κλάδου ΔΕ Αδελφών Νοσοκόμων στο ανωτέρω Νοσοκομείο, επειδή συνέπραξε ενεργώς στη διαδικασία του μη νόμιμου διορισμού του με την κατάθεση πλαστού τίτλου σπουδών (απολυτήριο τίτλο Επαγγελματικού Λυκείου – ΕΠΑ.Λ.), η γνησιότητα του οποίου δεν επαληθεύθηκε αρμοδίως. Η ένδικη έφεση, κατά το σκέλος που στρέφεται κατά της ανωτέρω πράξης έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και νομοτύπως, επομένως πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να κριθεί στην ουσία. Κατά το σκέλος, όμως, αυτής με το οποίο προσβάλλεται κάθε άλλη συναφής, προγενέστερη ή μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, η έφεση είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

2. Από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος και τους διαδοχικώς ισχύσαντες Υπαλληλικούς Κώδικες [π.δ. 611/1977 (Α΄ 198), ν. 2683/1999 (Α΄ 19), ν. 3528/2007 (Α΄ 26)] συνάγεται ότι η διαδικασία πρόσβασης σε θέση υπαλλήλου του Δημοσίου ή νπδδ, όπως, άλλωστε, και η εν γένει σταδιοδρομία των υπαλλήλων αυτών, διέπονται από τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, οι οποίες αποτελούν ειδικότερη έκφανση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντάγματος, βλ. ΑΕΔ 30/1985, ΣτΕ Ολ. 1120/2016 σκ. 18, 1121/2016 σκ. 16, 1122/2016 σκ. 17, 1123/2016 σκ. 16, 1124/2016 σκ. 17, 527/2015 σκ. 5, 3593/2008 σκ. 8, 3594/2008 σκ. 8, 3595/2008 σκ. 7), οι αρχές δε αυτές υπαγορεύουν ότι τόσο η πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα και θέσεις όσο και η εξέλιξη σε αυτές πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια που να συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (βλ. ΣτΕ Ολ. 2396/2004 σκ. 5). Σε περίπτωση δε παραβίασης των σχετικών δημοσίου δικαίου διατάξεων τόσο ως προς την πρόσβαση σε θέση τακτικού υπαλλήλου του Δημοσίου ή νπδδ όσο και ως προς την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, προβλέπονται κατά περίπτωση διοικητικά μέτρα και κυρώσεις με στόχο αφενός την αποκατάσταση της νομιμότητας και την προστασία της δημόσιας υπηρεσίας και του δημοσίου συμφέροντος που συνδέεται με αυτήν, αφετέρου την αποτροπή, πρόληψη και καταστολή των παραβάσεων.

3. Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι διαδοχικώς ισχύοντες κατά την επίδικη περίοδο Υπαλληλικοί Κώδικες προέβλεπαν ως διοικητικό μέτρο αποκατάστασης της νομιμότητας το μέτρο της ανάκλησης της παράνομης πράξης διορισμού. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 56 του αρχικώς ισχύοντος, κατά τον χρόνο διορισμού του εκκαλούντος, Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ. 611/1977, A΄ 198) προβλεπόταν ότι ο παράνομος διορισμός ανακαλείτο κατ’ αρχήν εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος, ειδικώς για τους διορισθέντες κατόπιν διαγωνισμού, δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα δύο έτη. Περαιτέρω, η ανάκληση μπορούσε να χωρήσει χωρίς κατ’ αρχήν χρονικό περιορισμό και στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο διορισθείς υπάλληλος είχε προκαλέσει ή υποβοηθήσει την παρανομία (άρθρο 56 παρ. 1), ο κανόνας δε αυτός επαναλήφθηκε και υπό το καθεστώς του επόμενου Υπαλληλικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 (Α΄ 19), με τη μόνη διαφορά ότι, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 αυτού, ο παράνομος διορισμός χωρίς τη μεσολάβηση δόλιας ενέργειας του υπαλλήλου μπορούσε να ανακληθεί εντός προθεσμίας δύο ετών από τον διορισμό ανεξαρτήτως του εάν είχε προηγηθεί διαγωνιστική διαδικασία (βλ. ΣτΕ 1569/2001), ενώ σε ό,τι αφορά στην ανάκληση του παράνομου διορισμού που προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον υπάλληλο, διατηρήθηκε η δυνατότητα ανάκλησης χωρίς κατ’ αρχήν χρονικό περιορισμό. Η ίδια, άλλωστε, ρύθμιση διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του τελευταίου Υπαλληλικού Κώδικα, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26), που διέπει τις πράξεις ανάκλησης των πράξεων παράνομου διορισμού, ο οποίος επαναλαμβάνει στο άρθρο 20 παρ. 2 αυτού τις ρυθμίσεις της ταυτάριθμης διάταξης του προϊσχύοντος Κώδικα. Από τις ρυθμίσεις αυτές συνάγεται ότι στο σύστημα του Υπαλληλικού Κώδικα θεσπίζεται ένα ιδιαίτερο κανονιστικό πλαίσιο ανάκλησης της παράνομης πράξης διορισμού που διαφοροποιείται από τις γενικές αρχές περί ανάκλησης των παράνομων διοικητικών πράξεων, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στον α.ν. 261/1968 (Α΄ 12). Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι διαδοχικώς ισχύοντες κατά την επίδικη περίοδο Υπαλληλικοί Κώδικες προέβλεπαν το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης το οποίο σκοπεί προεχόντως στην αποκατάσταση της νομιμότητας και δη των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, οι οποίες διασφαλίζονται με την τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τα τυπικά προσόντα διορισμού των υπαλλήλων, τα οποία απαιτείται να είναι αντικειμενικώς και διαφανώς προκαθορισμένα και να συναρτώνται αφενός προς τις ικανότητες των προς διορισμό υποψηφίων αφετέρου προς τις απαιτήσεις των καθηκόντων που θα ασκήσουν.

4. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 16, 22 παρ. 3, 23 παρ. 2 εδ. β΄, 29 παρ. 3, 45, 73 παρ. 2, 80, 87 επ., 98 παρ. 1 περ. δ΄ και στ΄, 103 και 104 του Συντάγματος συνάγεται ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει ως ιδιαίτερο θεσμό το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (βλ. ΕλΣυν Ολ. 2020/2020 σκ. 135, 137/2019 σκ. 12, 1388/2018 σκ. 8.3, 1277/2018 σκ. 13, 32/2018 σκ. VIA, 244/2017 σκ. VIA, πρβλ ΑΕΔ 16/1983, ΑΠ 701/2014, 968/2013).

5. Όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 11 παρ. 1 και 2 και 14 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 169/2007, A΄ 210), οι οποίες διέπουν, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.4387/2016 (Α΄ 85), τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τον κανονισμό σύνταξης σε πολιτικούς – στρατιωτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους νπδδ από 1.1.2017 και εφεξής, αναγκαίο όρο για την απόκτηση δικαιώματος σε σύνταξη συνιστά η νομίμως κτηθείσα δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του δικαιούχου, η οποία αποκτάται με την ολοκλήρωση των διατυπώσεων διορισμού, οπότε και δημιουργείται στο πλαίσιο της ειδικής λειτουργικής σχέσης που συνδέει τον υπάλληλο με το Κράτος ή το νπδδ, η παρεπόμενη της απασχόλησης ασφαλιστική σχέση με το Δημόσιο που του γεννά τη νόμιμη προσδοκία καταβολής σύνταξης με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων του νόμου, μεταξύ των οποίων η καταβολή εισφορών, ως ποσοστού επί των μηνιαίως καταβαλλομένων αποδοχών [βλ. άρθρα 6 του 1902/1990 (Α΄ 138), και 17 και 20 παρ. 2 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165)], και η συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων θεμελίωσης του δικαιώματος, με βάση τα κατά περίπτωση ειδικά κριτήρια προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης.

6. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 και 2 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ως πραγματική δημόσια υπηρεσία που άγει σε θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη είναι εκείνη όσων διατελούν σύμφωνα με τους όρους, μεταξύ άλλων, του άρθρου 1 του Κώδικα, ήτοι των τακτικών υπαλλήλων (του Κράτους ή νπδδ) που λαμβάνουν κάθε μήνα μισθό από το Δημόσιο Ταμείο, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η συντάξιμη υπηρεσία υπολογίζεται από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΕτΚ) της πράξης διορισμού του υπαλλήλου, εφόσον αυτός ανέλαβε υπηρεσία μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία αυτή, ή από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας, εφόσον αυτή πραγματοποιήθηκε μετά την πάροδο ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης του διορισμού, μέχρι τη χρονολογία δημοσίευσης στην ΕτΚ της απόλυσης ή της αποδοχής της παραίτησης ή μέχρι την ημέρα θανάτου του υπαλλήλου (βλ. ΕλΣυν Ολ. 317/2006).

7. Εξάλλου, η ανάκληση της πράξης παράνομου διορισμού, η οποία κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ενεργεί αναδρομικώς, αποκαθιστώντας τη νομική κατάσταση που ίσχυε πριν από την έκδοσή της και αίροντας όλες τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την έκδοση της πράξης αυτής, οδηγεί κατ’ αρχήν σε άρση και όλων των ωφελειών που έχει αντλήσει ο υπάλληλος από τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση, μεταξύ των οποίων και των περιουσιακών, όπως αφενός οι μισθολογικές απολαβές, τις οποίες οφείλει να επιστρέψει, στον βαθμό που δεν είχε νόμιμο δικαίωμα προς απόληψη αυτών, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 β του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143), αφετέρου η αναγνώριση του χρόνου υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν ως συντάξιμης (βλ. ΕλΣυν Ολ. 2015/2008, 373/1996).

8. Στο πλαίσιο αυτό, η απορρέουσα από τα άρθρα 1, 11 παρ. 1 και 2 και 14 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα υποχρέωση της συνταξιοδοτικής διοίκησης να μην προσμετρήσει ως συντάξιμο χρόνο τον διανυθέντα σε υπηρεσία του Δημοσίου – νπδδ χρόνο, σε περίπτωση αναδρομικής απώλειας της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, όπως σε περίπτωση ανάκλησης της πράξης παράνομου διορισμού κατά το άρθρο 20 του Υπαλληλικού Κώδικα, απορρίπτοντας σχετικό συνταξιοδοτικό αίτημα ή ανακαλώντας σχετική συνταξιοδοτική πράξη της, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, συνιστά διοικητικό μέτρο που δύναται να συναχθεί με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία από τον νόμο και τη σχετική παγία νομολογία του Δικαστηρίου τούτου (βλ. ΕλΣυν Ολ. 2015/2008, 373/1996), ιδίως δε, στην περίπτωση που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος προκάλεσε ή υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό του, όπως στην περίπτωση χρήσης πλαστών δικαιολογητικών διορισμού.

9. Το ως άνω μέτρο συνιστά επέμβαση στο συνταξιοδοτικό σκέλος της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, εντάσσεται δε κατ’ αρχήν μαζί με τα αντίστοιχα μέτρα επέμβασης στη μισθολογική κατάσταση του υπαλλήλου (καταλογισμός αποδοχών) στον κύκλο των αποκαταστατικών της νομιμότητας συνεπειών της ανάκλησης. Δοθέντος ότι η ανάκληση καθ’ εαυτήν αποβλέπει στην αποκατάσταση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, με την άμεση απομάκρυνση του μη πληρούντος τα τυπικά προσόντα υπαλλήλου, οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές συνέπειες της ανάκλησης σκοπούν θεμιτώς όχι στην τιμωρία του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, αφού ως συνέπειες κατ’ αρχήν επέρχονται ανεξαρτήτως της υποκειμενικής συμπεριφοράς του υπαλλήλου, αλλά αφενός στην αποκατάσταση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών διά της άρσης του status του δημοσίου υπαλλήλου και των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών ωφελειών που απορρέουν από αυτό, αφετέρου στην προστασία και ανόρθωση των συναφών οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου.

10. Ενόψει των προεκτεθέντων, δεν τίθεται κατ’ αρχήν ζήτημα αντίθεσης προς την αρχή της προβλεψιμότητας του δικαίου, απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου, εκ της κατά τα ανωτέρω επέμβασης στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα του υπαλλήλου του Δημοσίου ή νπδδ που διορίστηκε με βάση πλαστό τίτλο σπουδών, δοθέντος αφενός ότι στον Υπαλληλικό Κώδικα διαχρονικώς προβλέπεται το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης της πράξης παράνομου διορισμού που προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον διορισθέντα υπάλληλο καθ’ οιονδήποτε χρόνο, οι δε κωδικοποιηθείσες ρυθμίσεις του οικείου Συνταξιοδοτικού Κώδικα, επί των οποίων έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος γνωμοδοτική διαδικασία, σαφώς προβλέπουν διαχρονικώς [βλ. άρθρα 1, 11 και 14 του Κώδικα, που κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 1041/1979 (Α΄ 292), και τα ταυτάριθμα άρθρα των επόμενων Κωδίκων που κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του π.δ. 166/2000 (Α΄ 153), και του π.δ. 169/2007] ότι δικαίωμα σε σύνταξη θεμελιώνει όποιος φέρει την υπαλληλική ιδιότητα, κατόπιν νόμιμου διορισμού, εναρκτήριο δε σημείο της αναγνώρισης της υπηρεσίας ως συντάξιμης συνιστά, πλην των από τον νόμο καθοριζόμενων εξαιρέσεων, η δημοσίευση της πράξης διορισμού (βλ. προαναφερθέν άρθρο 14 παρ. 1 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Συνταξιοδοτικού Κώδικα). Ο δε υπάλληλος, ως εκ της ιδιότητάς του και της ειδικής σχέσης που τον συνδέει με το Κράτος ή το νπδδ, η οποία διέπεται από την αρχή της νομιμότητας [βλ. άρθρο 103 παρ. 1 του Συντάγματος, 70 παρ. 1 και 71 του Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ. 611/1977)], ενόψει και της υπαιτιότητας που τον βαρύνει ως προς την πρόκληση ή την υποβοήθηση του παράνομου διορισμού του, δεν δύναται να προσδοκά ευλόγως ότι θα διατηρήσει το ειδικό status του δημοσίου υπαλλήλου [πρβλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 28ης Απριλίου 2009 «Rasmussen κατά Πολωνίας» (38886/05)] και τις ωφέλειες που αποκόμισε από την παρανόμως συσταθείσα υπαλληλική σχέση, μεταξύ των οποίων και οι συνταξιοδοτικές [ΕλΣυν Ολ. 1820/2021, πρώην ΙΙ Τμ. 1285/2022, πρβλ. αποφ. ΕΔΔΑ της 25ης Ιουλίου 2013, Khondorkovskiy & Lebedev κατά Ρωσίας (11082/06 και 13772/05), σκ. 779, 780, 784].

11. Ωστόσο, στην περίπτωση που η ανάκληση της πράξης διορισμού, ακόμη και επί υπαίτιας συμπεριφοράς του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, χωρεί σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο, έχοντας συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο, αυτό δε έχει επωφεληθεί των υπηρεσιών του, χωρίς να έχει ασκήσει τη νόμιμη ευχέρειά του να προβεί σε έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών διορισμού του, η πλήρης στέρηση της σύνταξης από το Δημόσιο, που αντιστοιχεί στην de facto παρασχεθείσα αυτή υπηρεσία, υπερακοντίζει τον κατ’ αρχήν θεμιτό σκοπό που υπηρετούν τα σχετικά ως άνω μέτρα αποκατάστασης της τρωθείσας νομιμότητας και πλήττουν, κατά παραβίαση και της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, τον πυρήνα των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ανατραπείσα δημοσιοϋπαλληλική σχέση και τη μακροχρόνια de facto απασχόληση του υπαλλήλου. Τούτο δε διότι με την επιβολή των μέτρων αυτών διαρρηγνύεται, λόγω της δυσανάλογης θυσίας που υφίσταται ο ανωτέρω, η δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του σκοπού που αυτά υπηρετούν, ήτοι της αποκατάστασης των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και της εν γένει νομιμότητας, αφετέρου της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία σε συνδυασμό με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος, επιβάλλει, ενόψει της μακροχρόνιας απασχόλησης του έστω παρανόμως και με δική του υπαιτιότητα διορισθέντος υπαλλήλου στο Δημόσιο ή νπδδ, ως στοιχείο της κοινωνικής του υπόστασης και της συνταγματικά προστατευτέας προσωπικότητάς του, την αναγνώριση σε αυτόν περιουσιακών δικαιωμάτων, ειδικότερα δε μιας συνταξιοδοτικής παροχής σε συνάρτηση προς την παρασχεθείσα υπό τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα de facto υπηρεσία. Τυχόν δε εκπλήρωση εκ μέρους του απωλέσαντος τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα των όρων υπαγωγής σε άλλες μορφές κοινωνικής προστασίας με προνοιακό χαρακτήρα, που δεν συναρτώνται με την παροχή εργασίας, δεν αρκούν για να ισοσκελίσουν, υπό όρους αναλογικής ισότητας κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, την απώλεια κάθε περιουσιακής ωφέλειας από την ανατραπείσα υπαλληλική σχέση.

12. Περαιτέρω, οι εν λόγω συνταξιοδοτικές συνέπειες της ανάκλησης του παράνομου διορισμού κατά τον χρόνο εξόδου από την υπηρεσία, μετά παρέλευση μακρότατου χρόνου από τον διορισμό και τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης, θεωρούμενες, σε συνδυασμό με τις λοιπές οικονομικής φύσης συνέπειες της ανάκλησης και δη τον κατ’ αρχήν καταλογισμό του συνόλου των αποδοχών του υπαλλήλου, αλλά και λαμβανομένης υπόψιν της κατ’ αρχήν συρρέουσας ποινικής του ευθύνης, αναλόγως των περιστάσεων κάθε περίπτωσης, για τα αδικήματα της απάτης και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, θα έθεταν, αναλόγως των συγκεκριμένων συνθηκών, ενόψει της βαρύτητας και της σφοδρότητας του συνόλου των συνεπειών, ζητήματα όχι απλώς κυρωτικού αλλά και ποινικού χαρακτήρα της ίδιας της ανάκλησης και των παρεπόμενων αυτής μέτρων και, ως εκ τούτου, ζήτημα παραβίασης των εγγυήσεων των άρθρων 6 παρ. 1 και 2 και 7 της ΕΣΔΑ περί τεκμηρίου αθωότητας, ελλείψει καταδίκης από ποινικό δικαστήριο και, σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του προσώπου, ζήτημα παραβίασης της κατ’ άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου αρχής «non bis in idem» [πρβλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 19ης Φεβρουαρίου 2013, Müller – Hartburg κατά Αυστρίας (47195/06), της 8ης Ιουνίου 1976, Engel and others κατά Ολλανδίας (5100/71)].

13. Επιπλέον, η μη αναγνώριση ως συντάξιμης της διανυθείσας υπηρεσίας στο Δημόσιο ή νπδδ λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν και η εξ αυτού του λόγου μη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη αντιβαίνει και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπέρτερη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ.

14. Ελλείψει, πάντως, των απαιτούμενων τυπικών προσόντων, οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τον υπό τις ως άνω συνθήκες διορισθέντα υπάλληλο δεν δύνανται να αποτιμηθούν στο ίδιο ύψος με τις υπηρεσίες του πληρούντος τα σχετικά τυπικά προσόντα, ενώ η υπαίτια συμπεριφορά του κατά την πρόσληψη τον στερεί και από τη νόμιμη κατά το δίκαιο προσδοκία ή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για την απόληψη των αυτών με τον νομίμως διορισθέντα υπάλληλο αποδοχών και σύνταξης. Τούτο δε καθόσον, κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας, η απόληψη του συνόλου της σύνταξης θα εξομοίωνε τον νομίμως με τον παρανόμως διορισθέντα υπάλληλο, αναιρώντας απολύτως την πρακτική αποτελεσματικότητα των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της αξιοκρατίας που επιβάλλουν σε περιπτώσεις ως η προκείμενη τη λήψη μέτρων αποκαταστατικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα.

15. Εξάλλου, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως δικαστήριο ουσίας, δικάζον επί έφεσης κατά πράξης συνταξιοδοτικού οργάνου, με την οποία δεν αναγνωρίζεται υπηρεσία ως συντάξιμη λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού ή ανακαλείται πράξη κανονισμού σύνταξης για την ίδια αιτία, έχει κατ’ αρχήν πλήρη δικαιοδοσία επί της διαφοράς, κατ’ άρθρο 49 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981 (βλ. ήδη άρθρο 116 παρ. 2 του ν.4700/2020), προς διασφάλιση κατά τον μέγιστο βαθμό της πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, όταν κρίνει ότι η άρνηση της Διοίκησης να αναγνωρίσει τον διανυθέντα χρόνο στο Δημόσιο ή σε νπδδ ως συντάξιμο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, δύναται να προβεί σε ιδίαν αυτού ουσιαστική κρίση τόσο επί της υποχρέωσης της Διοίκησης να αναγνωρίσει τον χρόνο αυτό υπηρεσίας όσο και ως προς διαμόρφωση του περιεχομένου του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον δεν υφίσταται σχετικός νομοθετικός κανόνας, στον βαθμό που πάντως η συνταξιοδοτική Διοίκηση έχει εξετάσει τις σχετικές προϋποθέσεις και δεν θίγονται τα δικαιώματα άμυνας του διαδίκου. Τούτο δε, μέχρι το σχετικό ζήτημα της δικαιούμενης από τον παρανόμως διορισθέντα υπάλληλο σύνταξης ρυθμιστεί νομοθετικώς με τη θέσπιση ειδικών περί τούτου διατάξεων.

16. Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό της καταβλητέας σύνταξης στον υπάλληλο, του οποίου ο διορισμός ανακλήθηκε ως παράνομος λόγω υπαίτιας πρόκλησης ή υποβοήθησης από τον ίδιο της διαπιστωθείσας παρανομίας, το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο τυπικό προσόν επί του οποίου υπήρξε η ανωτέρω παραποίηση, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Τούτο, διότι το συγκεκριμένο ποσό συνιστά πρόσθετη οικονομική απολαβή, που στηρίζεται σε αναληθές και επομένως άκυρο δικαιολογητικό, το οποίο τεκμηριώνει μια πεπλανημένη εικόνα τυπικών προσόντων για τον απασχολούμενο υπάλληλο. Για τον λόγο αυτόν και εφόσον η πρόσθετη αυτή χρηματική απολαβή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το προσκομιζόμενο δικαιολογητικό, εξαιτίας της ακυρότητάς του, είναι μη νόμιμη και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Ως εκ τούτου, στη συγκεκριμένη κατηγορία υπαλλήλων, οι οποίοι διήνυσαν μεγάλο μέρος του υπηρεσιακού τους βίου επικαλούμενοι προσόντα δυνάμει εν γνώσει τους πλαστών δικαιολογητικών, η εύλογη ποσοτική σχέση, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των αποδοχών ενεργείας που λάμβανε ο υπάλληλος και εκείνων που προσδιορίζονται από τη συνταξιοδοτική διοίκηση ως συντάξιμες, θα πρέπει να υπολογιστεί όχι με βάση τις πράγματι -ενόψει του ως άνω ψευδούς δικαιολογητικού- καταβληθείσες σε αυτούς αποδοχές, αλλά με εκείνες που θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί στους υπαλλήλους αυτούς, χωρίς τον συνυπολογισμό του ποσού που αντιστοιχεί στο αναληθές τυπικό προσόν τους. Συνεπώς, εφόσον η διαπιστούμενη πλαστότητα εντοπίζεται στον τίτλο σπουδών, ο οποίος αποτέλεσε προσόν διορισμού του υπαλλήλου στη συγκεκριμένη οργανική θέση και εξαιτίας του οποίου τοποθετήθηκε πεπλανημένα σε συγκεκριμένη μισθολογική κατηγορία προσωπικού (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, ΥΕ), οι συντάξιμες αποδοχές του, αφού ληφθεί υπόψη η αντίστοιχη υπηρεσιακή του εξέλιξη σύμφωνα με τα έτη υπηρεσίας του στο Δημόσιο ή σε νπδδ, πρέπει να προσδιοριστούν με βάση τις αποδοχές της προηγούμενης μισθολογικής κατηγορίας από εκείνη στην οποία κατά τα ανωτέρω πεπλανημένως είχε τοποθετηθεί και στην οποία ο υπάλληλος κατά τα αληθή τυπικά του προσόντα πράγματι ανήκει.

17. Ενόψει των προεκτεθέντων, με την ως άνω διαμορφωθείσα αναλογία σύνταξης, η οποία αντιστοιχεί στο τυπικό προσόν της κατηγορίας που πράγματι κατείχε ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος, καίτοι δεν ήταν αυτό του διορισμού του, αποτρέπεται το ενδεχόμενο, ενόψει της βαρύτητας και της σφοδρότητας του συνόλου των συνεπειών της ανάκλησης του παράνομου διορισμού (καταλογισμός αποδοχών και μη καταβολή σύνταξης) που ενδέχεται αυτή να επιφέρει, να τεθεί ζήτημα ένταξής της στην έννοια της «ποινής» και παραβίασης των άρθρων 6 παρ. 1 και 7 της ΕΣΔΑ και, σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του προσώπου για ποινικό αδίκημα ταυτιζόμενο με το πραγματικό της υπαίτιας πρόκλησης ή υποβοήθησης του παράνομου διορισμού, ζήτημα παραβίασης της κατ’ άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου αρχής «non bis in idem». Ο καθορισμός δε με δικαστική απόφαση, στο πλαίσιο πλήρους δικαιοδοσίας επί της οικείας συνταξιοδοτικής διαφοράς, με την ως άνω διαμορφωθείσα αναλογία της καταβαλλόμενης στον παρανόμως διορισθέντα, πλην μακροχρονίως απασχοληθέντα υπάλληλο του Δημοσίου ή νπδδ σύνταξης, σε σχέση με την καταβαλλόμενη στον νομίμως διορισθέντα υπάλληλο σύνταξη, τελεί σε αρμονία και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΕλΣυν Ολ. 1820/2021, πρώην ΙΙ Τμ. 1285/2022).

18. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την …………/21.2.1991 (τ. ΝΠΔΔ 41) απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής …………… ο εκκαλών διορίστηκε σε οργανική θέση κλάδου ΔΕ Αδελφών Νοσοκόμων του νοσοκομείου αυτού. Με την ………… απόφαση του ίδιου οργάνου ανακλήθηκε η απόφαση διορισμού του, αναδρομικώς από 14.3.1991, «επειδή εν γνώσει του συνέπραξε ενεργώς στη διαδικασία του μη νόμιμου διορισμού του με την κατάθεση πλαστού τίτλου σπουδών», κοινοποιήθηκε δε η απόφαση αυτή στον ίδιο στις 4.9.2018, ημερομηνία μέχρι την οποία παρείχε υπηρεσία, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο Δελτίο Ατομικής και Οικογενειακής Κατάστασής του. Ακολούθως, ο εκκαλών υπέβαλε αίτηση ενώπιον του Ε.Φ.Κ.Α. για τον κανονισμό σε αυτόν σύνταξης, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη πράξη της Γ΄ Διεύθυνσης Απονομής Συντάξεων και Εφάπαξ Δημόσιου Τομέα με την αιτιολογία ότι, ως συνέπεια της ανάκλησης του διορισμού, ο χρόνος υπηρεσίας του εκκαλούντος στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής …………………. δεν λογίζεται χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και, επομένως, αυτός δεν δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο. Κατά της απορριπτικής αυτής πράξης ο εκκαλών άσκησε την ένδικη έφεση, με την οποία προβάλλει, κατ’ εκτίμηση του οικείου δικογράφου, ότι η ανάκληση του διορισμού του μετά πάροδο 27 ετών υπηρεσίας, με συνέπεια πέραν της διακοπής της υπηρεσιακής του σχέσης και τη μη αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου υπηρεσίας του, αντίκειται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, συνιστά δε βαρύτατη κύρωση, μη προβλεπόμενη ρητώς σε διάταξη νόμου, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 δ του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

19. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έγιναν δεκτά στις προηγηθείσες (2 – 17) νομικές σκέψεις, οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθότι στον Υπαλληλικό Κώδικα διαχρονικώς προβλέπεται το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης της πράξης παράνομου διορισμού που προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον διορισθέντα υπάλληλο καθ’ οιονδήποτε χρόνο. Περαιτέρω, οι ρυθμίσεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (βλ. άρθρα 1, 11 και 14 του π.δ. 1041/1979 και τα ταυτάριθμα άρθρα των επόμενων Κωδίκων που κυρώθηκαν με το π.δ. 166/2000 και, ακολούθως, 169/2007) που εξακολουθούν να διέπουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις κανονισμού σύνταξης πολιτικών υπαλλήλων και υπαλλήλων νπδδ σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.4387/2016, σαφώς προβλέπουν διαχρονικώς ότι δικαίωμα σε σύνταξη θεμελιώνει όποιος φέρει την υπαλληλική ιδιότητα κατόπιν νόμιμου διορισμού, εναρκτήριο δε σημείο της αναγνώρισης της υπηρεσίας ως συντάξιμης συνιστά, κατ’ αρχήν, πλην των από τον νόμο καθοριζόμενων εξαιρέσεων, η δημοσίευση της πράξης διορισμού. Παγίως, εξάλλου, γίνεται δεκτό από τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου ότι η ανάκληση της πράξης αυτής επιφέρει την αναδρομική ανατροπή και της συνταξιοδοτικής σχέσης (ΕλΣυν Ολ. 1820/2021, 2015/2008, 373/1996, πρώην ΙΙ Τμ. 1285/2022 κ.ά.). Επιπροσθέτως, αβασίμως προβάλλεται ότι παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον ο μακρότατος χρόνος της de facto απασχόλησης του εκκαλούντος, χωρίς οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου «Δρομοκαϊτειον» (νπδδ) να ασκούν την προβλεπόμενη στον νόμο ευχέρειά τους για έλεγχο γνησιότητας των δικαιολογητικών, ναι μεν δημιούργησε σε αυτόν την ισχυρή πεποίθηση ότι ο χρόνος υπηρεσίας του είναι συντάξιμος, η υπαίτια όμως συμπεριφορά του κατά την πρόσληψη αφενός τον στερεί από κάθε νόμιμη κατά το δίκαιο προσδοκία ή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για την απόληψη των αυτών με τον νομίμως διορισθέντα υπάλληλο αποδοχών και σύνταξης, αφετέρου είναι η αιτία που προκάλεσε το σε βάρος του επιβληθέν αποκαταστατικό αυτό μέτρο [βλ. ΕΔΔΑ Τaşkaya κατά Τουρκίας (14004/06), σκ. 50]. Αντιθέτως, δεκτοί ως βάσιμοι πρέπει να γίνουν οι λοιποί ισχυρισμοί του εκκαλούντος, καθόσον η στέρηση της σύνταξης σε υπάλληλο του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν, όπως εν προκειμένω, και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του στην πρόκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 α΄ και δ΄ του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη της συνταξιοδοτικής Διοίκησης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα συνταξιοδότησης του εκκαλούντος λόγω της ανάκλησης του διορισμού του αποβαίνει, για τους ανωτέρω λόγους, ακυρωτέα. Αβάσιμο, ωστόσο, παρίσταται το αίτημα αυτού να του κανονισθεί η σύνταξη που θα εδικαιούτο εάν δεν είχε χωρήσει η ανάκληση της πράξης διορισμού του, αφού η απόληψη του ίδιου ποσού σύνταξης με τη σύνταξη που λαμβάνει υπάλληλος, του οποίου η υπαλληλική σχέση έχει συσταθεί νομίμως, θα αντέκειτο ως προς την εν λόγω κατηγορία στη συνταγματική αρχή της ισότητας, θα παραβίαζε δε και τις αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητας και της διαφάνειας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις. Προς εύρεση δε του ύψους της κανονιστέας στον εκκαλούντα σύνταξης, πρέπει να γίνει δεκτό, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικής ισότητας, ότι, εφόσον η διαπιστούμενη πλαστότητα εντοπίζεται στον τίτλο σπουδών (απολυτήριο ΕΠΑ.Λ.), ο οποίος αποτέλεσε προσόν διορισμού του εκκαλούντος ως υπαλλήλου του ανωτέρω Νοσοκομείου και εξαιτίας του οποίου τοποθετήθηκε πεπλανημένα στη μισθολογική κατηγορία προσωπικού ΔΕ, οι συντάξιμες αποδοχές του, αφού ληφθεί υπόψη η αντίστοιχη υπηρεσιακή του εξέλιξη σύμφωνα με τα έτη υπηρεσίας του, πρέπει να προσδιοριστούν με βάση τις αποδοχές της μισθολογικής κατηγορίας στην οποία ο υπάλληλος κατά τα αληθή τυπικά του προσόντα πράγματι ανήκει.

20. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να ακυρωθεί η …………….. πράξη του Προϊσταμένου της Γ΄ Διεύθυνσης Απονομής Συντάξεων και Εφάπαξ Δημοσίου Τομέα του e-Ε.Φ.Κ.Α. και να αναπεμφθεί η υπόθεση στην ως άνω Διεύθυνση προκειμένου να εξετάσει εάν ο εκκαλών με βάση τα έτη υπηρεσίας του, συμπληρώνει τις προϋποθέσεις για κανονισμό σύνταξης και σε καταφατική περίπτωση να του καταβάλει τη σύνταξη που θα εδικαιούτο εάν δεν είχε χωρήσει η ανάκληση του διορισμού του, με βάση, όμως, το τυπικό προσόν της Κατηγορίας που πράγματι κατείχε κατά τον διορισμό του, ήτοι της Κατηγορίας ΥΕ, δοθέντος ότι η εννεατής φοίτηση είναι κατά το άρθρο 16 παρ. 3 του Συντάγματος υποχρεωτική.

Για τους λόγους αυτούς

Δέχεται εν μέρει την έφεση.

Ακυρώνει την ……………….. πράξη του Προϊσταμένου της Γ΄ Διεύθυνσης Απονομής Συντάξεων και Εφάπαξ Δημοσίου Τομέα του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης.

Αναπέμπει την υπόθεση στην ως άνω Διεύθυνση του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης προκειμένου να εξετάσει το αίτημα συνταξιοδότησης του εκκαλούντος κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε την 1η.12.2022, σε τηλεδιάσκεψη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 295 παρ. 2 του ν.4700/2020.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ         Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ