Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

Εξώδικο Συλλόγου Αναπληρωτών Νηπιαγωγών κατα Υπουργείου Παιδείας

ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ –ΔΗΛΩΣΗ – ΚΛΗΣΗ
Του «ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΩΝ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ» (Σ.Α.Ν.)

ΠΡΟΣ

Τον κον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, που κατοικοεδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής, οδός Αν. Παπανδρέου αριθμός 37.

———————–

Α. Ο Σύλλογος μας, αποτελείται από πτυχιούχους, μη μόνιμα διορισμένους Νηπιαγωγούς Γενικής και Ειδικής Αγωγής και αποσκοπεί στην προάσπιση των συμφερόντων των μελών του όπως αυτά περιγράφονται στο Καταστατικό του, τα οποία την στιγμή αυτή ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες. Ο κλάδος των Νηπιαγωγών και εν γένει η προσχολική εκπαίδευση στην χώρα μας αντιμετωπίζεται ανέκαθεν και διαχρονικά από την κεντρική Διοίκηση και τις εκάστοτε Κυβερνήσεις, με προχειρότητα και σε κάθε περίπτωση αντίθετα προς τον θεμελιώδη και προεξάρχοντα ρόλο της στην σωστή ψυχοπνευματική ανάπτυξη των παιδιών. Η περιθωριοποίησης της σημασίας του Νηπιαγωγού, οδηγεί αναπόφευκτα στην υποβάθμιση του σημαντικότερου σταδίου της ανάπτυξης του παιδιού με ενδεχομένως, απροσδιόριστες την δεδομένη χρονική στιγμή, συνέπειες.

Β. Είναι σαφές ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος «Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Από τη διάταξη αυτή, όπως γίνεται δεκτό κατοχυρώνεται όχι μόνον γενική αρχή του νομικού μας συστήματος, αλλά και ατομικό δικαίωμα στην ίση μεταχείριση από τις κατ’ ιδίαν εξουσίες του Κράτους. Η αρχή της ισότητας περιορίζει την -ευρεία πάντως- εξουσία του νομοθέτη ως προς τη ρύθμιση εννόμων και βιοτικών σχέσεων, ως προς την απονομή δικαιωμάτων και την επιβολή υποχρεώσεων στους πολίτες. Η αρχή της ισότητας μπορεί να αναλυθεί σε ένα πρώτο στάδιο ως αξίωση όμοιας αντιμετώπισης ομοίων περιπτώσεων και ανόμοιας μεταχείρισης των ανόμοιων. Όπως γίνεται δεκτό, η γενικότητα της ρύθμισης προσδίδει κατ’ αρχήν σε αυτήν τεκμήριο συνταγματικότητας, τεκμήριο συμβατότητας με την αρχή της ισότητας. Η αντίληψη της ισότητας ως γενικής και απρόσωπης ρύθμισης είναι ιδιαίτερα έκδηλη στη γαλλική έννομη τάξη (βλ. ενδεικτικά, Conseil d’État, Rapport annuel 1999, L’égalité, « l’égalité réside dans la généralité de lanorme », δηλαδή η ισότητα έγκειται στη γενικότητα της ρύθμισης). Αντίστοιχα έχουν κριθεί στην ελληνική έννομη τάξη όπου η γενικότητα συνδέεται και με της ειδικότερη έκφανση της αρχής της ισότητας, τη ισότητα των ευκαιριών (βλ. ΣτΕ Ολ. 2540/1996, όπου κρίνοντας τη συνταγματικότητα του δικαιώματος κατοχύρωσης βαθμολογίας στις πανελλαδικές εξετάσεις, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απεφάνθη «Δεδομένου δε ότι οι παρεχόμενες ευκαιρίες είναι ίσες για όλους τους υποψηφίους, η κατοχύρωση της βαθμολογίας που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.7 εδ. α του Ν. 1771/1988 όπως ήδη ισχύει, συνιστά ρύθμιση γενική και αντικειμενική και ως εκ τούτου δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας»). Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφαση 2396/2004 επανέλαβε τη γενική ερμηνεία που υιοθετεί για την αρχή της ισότητας, όπου «η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ` εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια». Όμοια κρίθηκαν στις αποφάσεις ΣτΕ (Ολ.) 1252-3/2003.

Η εξέλιξη και η πολυπλοκότητα της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, η ανάγκη ιδιαίτερου σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων οδήγησαν και στην αναγνώριση του δικαιώματος και της αντίστοιχης υποχρέωσης της Πολιτείας για ανόμοια μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων. Όπως έχει γραφεί «Στη σύγχρονη συνταγματική θεωρία και πράξη διαπιστώνεται μια εξέλιξη στην έννοια και το χαρακτήρα του νόμου. Έτσι ο νόμος σήμερα δεν αποβλέπει τόσο στη γενική όσο στη εξειδικευμένη και εξατομικευμένη ρύθμιση, την οποία επιτυγχάνει με το μέσο των ρητρών επιείκειας, των εξαιρέσεων από το γενικό κανόνα, των ειδικών μεταβατικών διατάξεων. Η εξέλιξη αυτή είναι ανεκτή από την αρχή της ισότητας στο βαθμό που αυτή σε συνδυασμό με την αρχή του κοινωνικού κράτους αναγνωρίζει τη συντελούμενη από το νομοθέτη διαφοροποίηση με σκοπό την κοινωνική αναδιάταξη και ανακατανομή των κοινωνικών βαρών» (Θεοδώρα Αντωνίου, Η ισότητα εντός και διά του νόμου, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1998, σελ. 87).

Το επόμενο ερώτημα είναι αν ο νομοθέτης κωλύεται απολύτως να εισαγάγει διαφορετικές ρυθμίσεις για κατά γένος όμοιες περιπτώσεις και, αν ναι, ποιά και ποιά κριτήρια υφίστανται για τον περιορισμό της εξουσίας του αυτής. Όπως γίνεται δεκτό, ο νομοθέτης μπορεί να μεταχειριστεί διαφορετικά διαφορετικές κατηγορίες πολιτών ή διαφορετικές κατ’ είδος καταστάσεις, ωστόσο ο δικαστικός έλεγχος τέτοιων ρυθμίσεων απαγορεύει την εισαγωγή αυθαίρετων διακρίσεων και διακρίσεων που βαίνουν πέραν από την αρχή της αναλογικότητας.

Αναφορικά με την συμβατότητα του καθεστώτος των ενιαίων πινάκων αναπληρωτών και ωρομισθίων εκπαιδευτικών και της συναφούς προεκτεθείσας παράλειψης του των εκπαιδευτικών 2010-2012 από αυτούς με την αρχή της ισότητας πρέπει να διερευνηθεί αν η ρύθμιση της προϋπηρεσίας που λαμβάνεται υπόψη για την ένταξη στους πίνακες αυτούς συνιστά μια γενική ρύθμιση ή αν περιέχει και εξαιρετικές διατάξεις. Η ρύθμιση θα μπορούσε να θεωρηθεί γενική κατά το λόγο που η προϋπηρεσία που λαμβάνεται υπόψη δεν περιορίζεται μόνο στην αντίστοιχη προϋπηρεσία στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας, αλλά περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις κατηγορίες εκτάκτων εκπαιδευτικών που υφίστανται. Δηλαδή ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι όλες αυτές οι ιδιαίτερες κατηγορίες εκτάκτου προσωπικού παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες με τους αναπληρωτές και ωρομίσθιους συμβασιούχους εκπαιδευτικούς της εκπαίδευσης και για το λόγο αυτό τις περιλαμβάνει στις ρυθμίσεις του.

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχεται ρητά την επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας, δηλαδή την επέκταση με βάση το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ευεργετημάτων ή ρυθμίσεων που περιέχονται σε νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις (ΣτΕ Ολ. 968/2004). Παλαιότερη απόφαση είχε διατυπώσει γενικό κανόνα σε σχέση με την επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας: «Εάν δε το Δικαστήριο κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου διαπιστώση παράβασιν της αρχής της ισότητος, οφείλει, κατά την εφαρμογήν του νόμου αυτού, να προβεί εις άρσιν της διαπιστωθείσης αντισυνταγματικότητος. Ειδικώτερον εάν το Δικαστήριον διαπιστώση παράβασιν της αρχής της ισότητος εκ του ότι ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκησις προέβη εις ειδικήν ρύθμισιν, της ειδικής ρυθμίσεως ταύτης εξαιρούσης ρητώς ή σιωπηρώς πρόσωπα ανήκοντα μεν εις άλλην κατηγορίαν, τελούντα όμως υπό τας αυτάς ή παρομοίας συνθήκας προς τα πρόσωπα, τα οποία ανήκουν εις την πρώτην κατηγορίαν, προς άρσιν της ούτω διαπιστωθείσης αντισυνταγματικότητος απαιτείται όπως το Δικαστήριον προβή εις επέκτασιν της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως και εις την κατηγορίαν των προσώπων, τα οποία έχουν αποκλεισθή της εν λόγω ειδικής ρυθμίσεως. Τούτο δε διότι η παραγρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατ’ εφαρμογήν της οποίας το Δικαστήριον οφείλει να άρη την διαπιστωθείσαν παράβασιν της αρχής της ισότητας, επιβάλλει, εις τας περιπτώσεις ταύτας την ανωτέρω επέκτασιν».

Τη δυνατότητα επεκτατικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας δέχεται και η θεωρία (βλ. ενδεικτικά έτσι Θ. Αντωνίου, ο.π., σελ. 206, Αρ. Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1984, σελ. 331).

Επιπρόθετα της αρχής της ισότητας, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται και προς την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Διοίκησης. Η αρχή αυτή είναι συγγενής προς την αρχή της καλής πίστης. Η Διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστης, όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς τις προσδοκίεςπου η ίδια έχει δηµιουργήσει στον πολίτη. Σύµφωνα µε τα προηγούµενα, η Διοίκηση λειτουργεί κακόπιστα,όταν λ.χ. αίρει εκ των υστέρων» αιφνιδίως ή χωρίς προειδοποίηση, κίνητρα που προέβλεψε ο νόµος για ναπροκαλέσει ορισµένη συµπεριφορά του πολίτη ή όταν η συµπεριφορά της ίδιας αντίκειται σε υποσχέσεις ήεπίσηµες πληροφορίες των αρµοδίων αρχών ή πληροφορίες την χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νόµος. Ηδικαιολογηµένη εµπιστοσύνη, την οποία τρέφει ο πολίτης έναντι της δηµόσιας διοίκησης, συνίσταται στηνεύλογη πεποίθηση που αυτός έχει διαµορφώσει, ότι µια πραγµατική κατάσταση που τον αφορά θασυνεχιστεί και στο µέλλον µε τον ίδιο τρόπο.

Γ. Αντίθετα προς τα ανωτέρα και μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο απαξίωσης και υποβάθμισης του Νηπιαγωγού, στις 3/9/2014, υπερψηφίστηκε από την ΛΑ΄ Συνεδρίαση του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών της Βουλής, σχέδιο νόμου αναφορικά με την  «Ίδρυση και οργάνωση Συμβουλίου Εθνικής Πολιτικής για την Παιδεία και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα στο άρθρο 5, διάταξη που αφορά στην επιπλέον μοριοδότηση αναπληρωτών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε απομακρυσμένες σχολικές μονάδες. Επιπλέον αυτού στην παράγραφο 4 του ανωτέρου άρθρου περιελήφθηκε η εξής διάταξη: «Η διανυθείσα από 1.9.2012 και εντεύθεν υπηρεσία των αναπληρωτών εκπαιδευτικών προσµετράται. Οι ενιαίοι πίνακες αναπληρωτών εκπαιδευτικών τροφοδοτούνται από το ανωτέρω χρονικό διάστηµα µε τα στοιχεία προϋπηρεσίας από το σχολικό έτος 2015-2016.»

Η εν λόγω διάταξη, η οποία παρεπιπτόντως και ενδεχομένως αντικανονικώς περιελήφθη στο εν λόγω άρθρο, ως μη σχετιζόμενης με την υπόλοιπη διάταξη ρύθμισης, οδηγεί στο λεγόμενο «άνοιγμα» του Πίνακα Αναπληρωτών, όπως αυτοί ορίστηκαν με τα άρθρα 6 και 7 του Ν. 3027/2002 «Θέματα ΟΣΚ, ΑΕΙ, ΔΙΚΑΤΣΑ και λοιπές διατάξεις» και την ΥΑ 35557/Δ2/9-4-2003. Το εν λόγω «άνοιγμα» των ανωτέρω Πινάκων ορίστηκε να πραγματοποιηθεί ουσιαστικά με την κατάρτιση των πινάκων του σχολικού έτους 2014-2015 και με προσμέτρηση προϋπηρεσίας από την 1-9-2012 και μετά.

Η εν λόγω διάταξη δημιουργεί πλείστα όσα προβλήματα στον κλάδο μας, ενώ συνιστά κατάφωρη παραβίαση Συνταγματικών διατάξεων, θέματα για τα οποία θεωρούμε ότι σύντομα θα αποφανθεί η Διοικητική Δικαιοσύνη. Επιγραματικά και προς διαπίστωση τους τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι τα εξής:

1) Η προσμέτρηση της προϋπηρεσίας γίνεται για τα έτη 2012-2014 και μόνο, ήτοι από 1/9/2012 και μετά.

Ο νόμος 3848/2010 προέβλεψε ρητά την πλήρωση των λειτουργικών κενών της εκπαίδευσης με την διενέργεια διαγωνισμών πρόσληψης μέσω ΑΣΕΠ και μάλιστα ανα διετία. Έκτοτε και εφόσον ουδέποτε μέχρι σήμερα διενεργήθη ΑΣΕΠ, εφαρμόστηκε το κλείδωμα των πινάκων αναπληρωτών προκειμένου να πραγματοποιούνται οι προσλήψεις μέσω αυτού. Το γεγονός αυτό διαμόρφωσε μια συγκεκριμένη κατάσταση σύμφωνα με την οποία η αναρρίχηση στο Πίνακα γινόταν με ορισμένα κριτήρια. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 5, δημιουργεί πλέον νέα δεδομένα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν γνώριζαν όσοι το 2010-2012 κατατάχθηκαν στους Πίνακες, όσοι επέλεξαν να εργαστούν, όσοι αρνήθηκαν αλλά και όσοι δεν υπέβαλαν τα χαρτιά τους για να ενταχθούν στον Πίνακα, με αποτέλεσμα να υπάρχει κατάφωρη παραβίαση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων αρχών της ισότητας και της εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Διοίκηση, ενώ και η αναδρομικότητα της διάταξης γεννά πλείστα όσα ερωτηματικά.

Το αρμόδιο Υπουργείο διατείνεται μέσω «διαρροών» ότι η επιλογή του χρονικού ορίου της 1/9/2012, έγινε για τον λόγο ότι κατά το 2012 δεν διενεργήθηκε ΑΣΕΠ. Το αντεπιχείρημα μας όμως ότι ούτε και το 2010 δεν διενεργήθη επίσης ΑΣΕΠ, παραμένει σκανδαλωδώς αναπάντητο, καθώς η αυθαίρετη αυτή επιλογή του Υπουργείου, σαφέστατα συνιστά κατάφωρη παραβίαση των ανωτέρω αναφερομένων συνταγματικών αρχών και η οποία κατά τρόπο βέβαιο θα καταγνωστεί από το Δικαστήριο.

2) Η εν λόγω διάταξη οδηγεί στο εξής άτοπο: εκπαιδευτικοί που κατά τη διετία 2010-2012 υπηρέτησαν σε δυσπρόσιτες περιοχές, δεν θα λάβουν την διπλή μοριοδότηση που πρόκειται να λάβουν οι συνάδελφοι τους που υπηρέτησαν στις ίδιες δυσπρόσιτες περιοχές κατά τα έτη 2012-2014. Επιπλέον αυτού και κατά τρόπο ανεξήγητο, η νέα διάταξη του άρθρου 5Α του Ν. 3848/2010, προβλέπει την διπλή μοριοδότηση αναπληρωτών εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αποκλειστικά και μόνο όταν υπηρετούν στις σχολικές μονάδες που ανήκουν στις κατηγορίες Θ΄ και Ι΄. Το γεγονός αυτό συνιστά ξεκάθαρη Συνταγματική παρεκτροπή, κατά τα ανωτέρω και αναμφίβολα δημιουργεί υπόνοιες για ευνοϊκή μεταχείρηση «ημετέρων» και συνιστά «φωτογραφική» διάταξη. Ενδεχομένως να συνιστά, επί του πεδίου, εφαρμογή της στρατηγικής επιλογής των τελευταίων Κυβερνήσεων, για την δημιουργία κοινωνικών εντάσεων και πρόκληση συγκρούσεων μεταξύ «αντικρουόμενων»  κοινωνικών ομάδων. Είναι όμως ανεπίτρεπτο στον χώρο της Παιδείας και σε βάρος των παιδιών να δημιουργούνται τέτοιες εντυπώσεις και εντάσεις.

3) Η παραγκώνιση, κατά τα ανωτέρω, έμπειρων και ικανών εκπαιδευτικών, διαπιστωμένο από την πολύχρονη παρουσία τους στις εκπαιδευτικές αίθουσες, την ανα την ελληνική επικράτεια ενιαύσια «μετανάστευσή» τους, την επανειλλημένη συμμετοχή τους και επιτυχία τους σε διαγωνισμούς ΑΣΕΠ, την κατάρτιση τους με μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σπουδών, την καθημερινή στα όρια αυταπάρνησης ενασχόλησης του με μια εκ των πραγμάτων δύσκολη και απαιτητική περίοδο της ανθρώπινης ηλικίας, η παραγκώνιση των εκπαιδευτικών αυτών στερεί από την Εκπαίδευση ένα σημαντικότατο υπαλληλικό προσωπικό, το οποίο όλα αυτά τα έτη υπήρξε και όπως φαίνεται, θα συνεχίσει να είναι, η ραχοκοκκαλιά της Παιδείας στην Ελλάδα.

Ήδη δια του παρόντος σε συνέχεια των προφορικών μας διαμαρτυριών ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΣΤΕ ΕΝΤΟΝΩΣ για την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση του σχεδίου νόμου αναφορικά με την  «Ίδρυση και οργάνωση Συμβουλίου Εθνικής Πολιτικής για την Παιδεία και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα του άρθρου 5 και το οποίο προστέθηκε ως άρθρο 5Α στον Ν. 3848/2010, κατά παρέκκλιση των Συνταγματικών διατάξεων περί εφαρμογής των αρχών της αναλογικότητας, ισότητας και εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Διοίκηση.

Επιπλέον, Σας γνωστοποιούμε με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας ότι προκειμένου να διαφυλάξουμε τα έννομα συμφέροντα μας προτιθέμεθα να προβούμε σε κάθε νόμιμη ενέργεια ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων και Αρχών και κατά παντός υπευθύνου με κατάθεση σχετικής αίτησης ακύρωσης καθώς και αγωγών αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Διοίκησης.

Με τη ρητή επιφύλαξη παντός δικαιώματός μου, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει νομίμως την παρούσα προς αυτούς  στους οποία απευθύνεται και κοινοποιείται, προς γνώση τους και για τις έννομες συνέπειες, αντιγράφων αυτή ολόκληρη στην έκθεση επίδοσης.

Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 2014

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος

ΤΖΑΜΤΖΗΣ Ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

ΛΕΩΦ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ 146Β – ΑΘΗΝΑ Τ.Κ. 11471

ΑΦΜ: 068830800 ΔΟΥ: Δ΄ΑΘΗΝΩΝ

ΤΗΛ./FAX:2103829463- ΚΙΝ:6945901805

e-mail: panostzamtzis@yahoo.gr