Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

Μνημόνιο 2 και ζητήματα συνταγματικότητας

Στις 13/2/2012 υπερψηφίστηκε από τη Ολομέλεια του Ελληνικού Κοινοβουλίου το Σχέδιο Νόμου «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίαs και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας». Με τον εν λόγω Νόμο ρυθμίστηκαν διάφορα ζητήματα, ανάμεσα στα οποία και η μείωση των κατώτατου μισθού, όπως αυτός προβλέπεται από την ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, σε ποσοστό 22%. Αναφορικά με την εν λόγω ρύθμιση αναφύονται διάφορα ζητήματα από τα οποία θα επιλέγουμε να επικεντρωθούμε στα εξής δύο (2): την άμεση εφαρμογή και την ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα.

Ειδικότερα όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, στην παράγραφο 6 του άρθρου 1 του Νόμου, αναφέρεται ότι «οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις», παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 «Διαρθρωτικές……, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής» . Προκύπτει επομένως το συμπέρασμα οτι η διάταξη που αφορά στην μείωση του κατώτατου μισθού όπως αυτός προβλέπεται στην ΕΓΣΣΕ κατα ποσοστό 22%, αποτελεί διάταξη άμεσης εφαρμογής και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η ψήφιση σχετικού εφαρμοστικού νόμου. Αντίθετα η μείωση αφορά όλες τις ατομικές συμβάσεις εργασίες, ακόμη και τις ισχύουσες και δεν απαιτείται η λήξη αυτών και η αντικατάσταση τους με νέες. Με αυτή τη διάταξη ρυθμίζεται συνεπώς αμέσως και οριζοντίως κάθε εργασιακή σχέση στον ιδιωτικό τομέα. Πρέπει να σημειωθεί οτι η μείωση αυτή μπορεί και να μην ισχύσει στην περίπτωση που μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, υπάρξει διαφορετική συμφωνία και καθοριστεί ελεύθερα το ύψος του μισθού σε επίπεδα πάνω από αυτά της ΕΓΣΣΕ.

Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, δηλαδή της αντισυνταγματικότητας ή μη της εν λόγω μειώσεως κατα 22% του κατώτατου μισθού, σημειώνουμε τα εξής: Αν και η Βουλή κατα τη συνεδρίαση της εξέτασε το ζήτημα της συνταγματικότητας της διάταξης μετά από σχετική ένσταση, την οποία και απέρριψε, παρόλα αυτά το ζήτημα δεν απαντήθηκε επαρκώς. Οι διατάξεις των  άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζουν επακριβώς και ορισμένως το πλαίσιο εντός του οποίου είναι υποχρεωμένος ο νομοθέτης να κινηθεί αναφορικά με την προστασία της εργασιακής ελευθερίας. Οι κοινωνικοί εταίροι, ΓΣΕΕ, σωματεία εργαζομένων και εργοδοτικές ενώσεις, μπορούν να καθορίζουν με μεταξύ τους συμβάσεις και μετά από διαπραγματεύσεις ή προσφυγή στη διαιτησία, τους γενικούς όρους εργασίας και ειδικότερα το ύψος του κατώτατου μισθού του εργαζόμενου. Το Σύνταγμα δεν αφήνει περιθώριο στο νομοθέτη να επέμβει στις ελεύθερες αυτές διαπραγματεύσεις και ως εκ τούτου κάθε πράξη νομοθετικού περιεχομένου που ρυθμίζει αναγκαστικά και σε βάρος της εν λόγω συμφωνίας το ύψος του μισθού πρέπει να κριθεί ως αντισυνταγματική.

Το εργατικό δίκαιο διαμορφώθηκε όλα αυτά τα χρόνια μέσα σε ένα πλαίσιο πολύ συγκεκριμένο και είναι παράλογο και ενδεχομένως επικίνδυνο, αυτό το πλαίσιο να αποδομείται κατα τρόπο βίαιο, με την επίκληση, κάθε φορά, έκτακτων και επείγουσων συνθηκών.