Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

ΣτΕ Ολ 1834/21 Σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η διάταξη του άρθρου 73 του ν. 4589/2019

Αριθμός 1834/2021

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Πρόεδρος, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Τσιμέκας, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σπ. Μαρκάτης, Μ. Παπαδοπούλου, Α. Καλογεροπούλου, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Ελ. Παπαδημητρίου, Ο. Παπαδοπούλου, Π. Τσούκας, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Χρ. Λιάκουρας, Ν. Σκαρβέλης, Στ. Κτιστάκη, Φρ. Γιαννακού, Αικ. Ρωξάνα, Μ.-Α. Τσακάλη, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Σ. Κωνσταντίνου, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Π. Τσούκας και Αικ. Ρωξάνα καθώς και η Πάρεδρος Π. Γρουμπού μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 2 Οκτωβρίου 2019 αίτηση:

των: 1. Σ. Τ. του Δ., κατοίκου Αθηνών (. ……), κλπ (55 αιτ)

κατά του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Μιχαήλ Τζουβάρα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 15 Οκτωβρίου 2020 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 3 Νοεμβρίου 2020 πράξεως της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αριθμ. 65172/Ε1/23.4.2019 (ΦΕΚ Γ΄ …/2019) απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, 2) η παράλειψη της Διοικήσεως να τους κατατάξει στον ορθό βαθμό και στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο, στα οποία θα κατατάσσονταν εάν στον διορισμό τους είχε προσδοθεί αναδρομικότητα, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Στη δίκη παρεμβαίνουν υπέρ των αιτούντων οι: Α) Δ. Τ. του Κ., κάτοικος …… Αττικής (……), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Ελένη Στρατοπούλου (Α.Μ. 29913), που την διόρισε με πληρεξούσιο, Β) 1. Μ. Ζ. του Π., κάτοικος Λ…… (…..), κλπ (42 παρεμβ.) οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Φώτη Χατζηφώτη (Α.Μ. 12571), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, Γ) 1. Σ. Τ. του Β., κάτοικος ….. (………), κλπ (49 παρεμβ.) οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Φώτη Χατζηφώτη, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, Δ) 1. Δ. Ν. του Α., κάτοικος Αθηνών (…..), κλπ.( 47 παρεμβ.) οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Φώτη Χατζηφώτη, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, Ε) 1. Ι. Π. του Ε., κάτοικος ……(…….),κλπ(31 παρεμβ.) οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Φώτη Χατζηφώτη, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, και ΣΤ) 1. Ν. Γ. του Π., κάτοικος . (…..),κλπ (40 παρεμβ.) οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Φώτη Χατζηφώτη, που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Στ. Κτιστάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξουσίους των παρεμβαινόντων, οι οποίοι ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (300394530959 1202 0075/3.10.2019 ηλεκτρονικό παράβολο).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 65172/Ε1/ 23.4.2019 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (Γ΄ ……/2019) κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή οι ήδη αιτούντες διορίστηκαν, δυνάμει του άρθρου 73 του ν. 4589/2019 (A΄ 13/29.1.2019), σε μόνιμες θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού με βαθμό Δ΄ και εντάχθηκαν στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο, χωρίς να περιληφθεί στις αποφάσεις διορισμού τους ρήτρα αναδρομής ως προς τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξή τους από την έναρξη του σχολικού έτους 2009-2010.

3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), στο οποίο ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. … Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. …». Ειδικότερα, με την 20/2020 πράξη της τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η κρινόμενη αίτηση, η οποία είχε ασκηθεί στις 4.10.2019 ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατόπιν αιτήσεως των ήδη αιτούντων, προκειμένου να κριθεί γενικοτέρου ενδιαφέροντος ζήτημα συνιστάμενο «αφενός μεν στην ερμηνεία του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος, αναφορικά με την έκταση και το περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης σε ακυρωτική απόφαση που ακυρώνει άρνησή της να διορίσει αναδρομικά δημόσιο υπάλληλο, στην περίπτωση που η δικαστική απόφαση εκδόθηκε κατά την ανάκληση διοικητικής πράξης, κατ’ εφαρμογή της θεωρίας των ομοίων πράξεων, και τελικώς συντελείται διορισμός του αιτούντος χωρίς να προηγείται ρητή διοικητική πράξη ανάκλησης, καθώς και την ενδεχόμενη διαφοροποίηση του περιεχομένου της συμμόρφωσης σε περίπτωση ύπαρξης δικαστικής απόφασης που ακυρώνει απευθείας την παράλειψη διορισμού και αφετέρου στη δυνατότητα του νομοθέτη να επεμβαίνει μεταγενέστερα σε εκκρεμή διαδικασία συμμόρφωσης προς την ανωτέρω δικαστική απόφαση (εν προκειμένω με το άρθρο 73 του ν. 4589/2019) περιορίζοντας, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, την υποχρέωση της Διοίκησης σε πλήρη συμμόρφωση, με την πρόβλεψη περί μη αναδρομικού διορισμού».

4. Επειδή, η ανωτέρω πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 19.10.2020 και «ΕΣΤΙΑ» φύλλο της 20.10.2020), όπως ορίζεται στις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Κατόπιν αυτού, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, παραδεκτώς εισάγεται προς επίλυση το ανωτέρω ζήτημα και είναι περαιτέρω εξεταστέα η κρινόμενη αίτηση, για την εκδίκαση της οποίας έχουν εφαρμογή, όπως έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 601/2012 Ολομ., 819/2019 Ολομ., 1439/2020 Ολομ. κ.ά.), ως προς μεν την πληρεξουσιότητα, οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), ως προς δε το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, οι ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (Α΄ 97).

5. Επειδή, με την από 3.11.2020 πράξη της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας η ανωτέρω αίτηση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω της σπουδαιότητάς της (άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989 – Α΄ 8, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013 – Α΄ 242).

6. Επειδή, οι 15η, 18η, 24η, 51η και 54ος κατά τη σειρά αναγραφής στο δικόγραφο αιτούντες, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως. Συνεπώς, ως προς αυτούς η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, κατ’ άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.

7. Επειδή, στην παρούσα κατά τα ανωτέρω ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη παρεμβαίνουν με αυτοτελή δικόγραφα α) ο Τ.. Δ…, εκπαιδευτικός [αριθ. κατ. 835/2020] β) οι Ζ. Μ. κ.λπ. (συν. 42), γ) οι Τ. Σ. κ.λπ. (συν. 49), δ) οι Ν. Δ.. κ.λπ. (συν. 47), ε) οι Π. Ι.. κ.λπ. (συν. 31) και στ) οι Γ. Ν. κ.λπ. (συν. 40 εκπαιδευτικοί) [αριθ. κατ. 75, 76, 77, 78 και 79/28.1.2021, αντιστοίχως]. Προβάλλουν δε ότι κατά τον χρόνο άσκησης των ως άνω παρεμβάσεων τελούσαν διάδικοι σε εκκρεμείς δίκες, στις οποίες τίθεται το αυτό με το ήδη υπό κρίση νομικό ζήτημα. Ειδικότερα, όλοι προβάλλουν ότι έχουν ασκήσει εφέσεις κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες είχαν απορριφθεί αιτήσεις ακυρώσεως κατά της παράλειψης της Διοίκησης να προσδώσει αναδρομικότητα στον διορισμό τους σε μόνιμες θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού, ήδη από τα σχολικά έτη 2009-2010 και 2011-2012, οι εφέσεις δε αυτές εκκρεμούν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, οι υπό τα ως άνω στοιχεία β′, γ′, δ′, ε′ και στ′ από τους παρεμβαίνοντες προβάλλουν ότι έχουν ασκήσει αφενός αγωγές κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με τις οποίες ζητήθηκε η αποκατάσταση της επελθούσας σ’ αυτούς ζημίας εξαιτίας της παράνομης – κατά τους ισχυρισμούς τους – παράλειψης της Διοίκησης να προσδώσει αναδρομικότητα στον διορισμό τους σε μόνιμες θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού, ήδη από τα σχολικά έτη 2009-2010 και 2011-2012 και αφετέρου προσφυγές κατά των πράξεων κατάταξής τους σε μη ορθό – κατά τους ισχυρισμούς τους – μισθολογικό κλιμάκιο. Οι μεν αγωγές των ως άνω παρεμβαινόντων εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, οι δε προσφυγές εκκρεμούν ενώπιον των κατά τόπους αρμοδίων διοικητικών πρωτοδικείων. Τέλος, ειδικώς ο υπό στοιχείο α′ παρεμβαίνων, πέραν της ήδη ασκηθείσας κατά τα ανωτέρω εφέσεως, προβάλλει ότι έχει ασκήσει και αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, την δε αξίωσή του προς αποζημίωση θεμελιώνει στην παράνομη – κατά τους ισχυρισμούς του – παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αντιδίκου να προβεί στον αναδρομικό διορισμό του από το έτος 2009 σε εκτέλεση της αποφάσεως 24/2018 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως του ιδίου κατά πράξεως του Υπουργού Παιδείας απορριπτικής αιτήματός του περί επανεξετάσεως του θέματος του διορισμού του μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως 527/2015 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση.

8. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 κρίσιμο για την ύπαρξη «εκκρεμούς υποθέσεως» κατά την ημερομηνία συζήτησης του εισαχθέντος με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης ενδίκου βοηθήματος, είναι να μην έχει χωρήσει συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου επί ενδίκου βοηθήματος με το οποίο τίθεται το αυτό νομικό ζήτημα, πριν από τη δημοσίευση της πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (πρβλ. ΣτΕ 2204/2020 7μ.). Στην περίπτωση δε κατά την οποία, κατά τον χρόνο δημοσίευσης της πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2020, έχει ήδη δημοσιευθεί απόφαση επί ενδίκου βοηθήματος, με το οποίο ετίθετο το αυτό με την πρότυπη δίκη νομικό ζήτημα, η άσκηση ενδίκων μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης αυτής δεν αρκεί για να καταστήσει την υπόθεση εκκρεμή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Ούτε καθιστά την υπόθεση των ασκησάντων παρέμβαση εκκρεμή κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 σε περίπτωση που έχουν ασκήσει λοιπά ένδικα βοηθήματα (αγωγές αποζημίωσης ή προσφυγές), κατά την εκδίκαση των οποίων ο δικαστής της ουσίας ασκεί παρεμπίπτοντα έλεγχο σε πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης και επί της νομιμότητας των οποίων έχει ήδη αποφανθεί το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, κατά της αποφάσεως δε του τελευταίου έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

9. Επειδή, από τα προσκομισθέντα από τους παρεμβαίνοντες στοιχεία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προκύπτουν τα εξής: Οι ως άνω παρεμβαίνοντες είχαν ασκήσει αιτήσεις ακυρώσεως κατά αποφάσεων του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κατά το μέρος τους με το οποίο δεν προσδόθηκε αναδρομική ισχύς στον διορισμό τους σε μόνιμες θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού, ήδη από τα σχολικά έτη 2009-2010 και 2011-2012. Ήδη δε κατά τον χρόνο έκδοσης της 20/30.11.2020 πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, με την οποία ανεστάλη η εκδίκαση εκκρεμών υποθέσεων, επί των αιτήσεων αυτών είχαν εκδοθεί αντίστοιχες απορριπτικές αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (και συγκεκριμένα, ως προς τον υπό στοιχ. α′ παρεμβαίνοντα η ΔΕφΑθ 401/2020 που δημοσιεύθηκε στις 26.2.2020, ως προς τους υπό στοιχ. β′ παρεμβαίνοντες η 611/2020 που δημοσιεύθηκε στις 31.3.2020, ως προς τους υπό στοιχ. γ′, δ′ και στ′ παρεμβαίνοντες η 1444/2020 που δημοσιεύθηκε στις 20.7.2020 και ως προς τους υπό στοιχ. ε′ παρεμβαίνοντες η 610/2020 που δημοσιεύθηκε στις 31.3.2020). Μετά την έκδοση της ως άνω πράξης της Επιτροπής (20/30.11.2020) και πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τη δικάσιμο της 5ης Φεβρουαρίου 2021, όλοι οι ήδη παρεμβαίνοντες είχαν ασκήσει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εφέσεις κατά των ως άνω αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο είχε δικάσει κατά την ακυρωτική διαδικασία και είχε κρίνει επί της νομιμότητας της παράλειψης της Διοίκησης να προσδώσει αναδρομικότητα στον διορισμό τους σε μόνιμες θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού, ήδη από τα σχολικά έτη 2009-2010 και 2011-2012. Περαιτέρω δε, όλοι -πλην του υπό στοιχ. α′ παρεμβαίνοντος – άσκησαν ενώπιον των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων αφενός αγωγές κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με τις οποίες ζητήθηκε η αποκατάσταση της επελθούσας σ’ αυτούς ζημίας εξαιτίας της παράνομης – κατά τους ισχυρισμούς τους – παράλειψης της Διοίκησης να προσδώσει αναδρομικότητα στον διορισμό τους και αφετέρου προσφυγές κατά των πράξεων κατάταξής τους σε μη ορθό – κατά τους ισχυρισμούς τους – μισθολογικό κλιμάκιο. Ειδικώς, ο υπό το στοιχ. α′ παρεμβαίνων είχε ασκήσει αγωγή αποζημίωσης την αξίωση του οποίου θεμελίωνε στην παράνομη – κατά τα προεκτεθέντα – παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αντιδίκου να προβεί στον αναδρομικό διορισμό του από το έτος 2009 σε εκτέλεση της αποφάσεως 24/2018 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

10. Επειδή, επί των κατά τα ως άνω ασκηθεισών ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου αιτήσεων ακυρώσεως, με τις οποίες ετίθετο το αυτό με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως νομικό ζήτημα, έχει ήδη [κατά τον χρόνο συζητήσεως της παρούσας υπό κρίση αιτήσεως και δη, πριν από την έκδοση της – αναστέλλουσας την εκδίκαση εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων – υπ’ αριθμ. 20/30.11.2020 πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010] όχι μόνον χωρήσει συζήτηση αλλά εκδοθεί και απορριπτική απόφαση, με συνέπεια η υπόθεση των παρεμβαινόντων κατά την ημερομηνία συζήτησης της υπό κρίση αιτήσεως (5.2.2020) δεν ήταν πλέον εκκρεμής, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (ΣτΕ 732/2019 επταμ., πρβλ. ΣτΕ 1900/2014 Ολομ.). Τούτο δε ούτε επί τη βάσει της άσκησης από όλους τους ως άνω παρεμβαίνοντες εφέσεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των οικείων απορριπτικών αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ούτε επί τη βάσει της άσκησης αγωγών αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και προσφυγών περί μη κατατάξεως στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο. Συνεπώς, οι παρεμβάσεις όλων των ως άνω παρεμβαινόντων πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

11. Επειδή, από τις συνταγματικές αρχές και κανόνες των άρθρων 26, 81, 101 και 103 επ. του Συντάγματος συνάγεται ότι η γενική οργάνωση του κράτους πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ορθολογικό, ορθολογική δε πρέπει να είναι επίσης και η οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης στηριζόμενη στις αρχές και τα πορίσματα της διοικητικής επιστήμης. Κατ’ ακολουθίαν, η απορρέουσα από τις ως άνω συνταγματικές αρχές υποχρέωση για ορθολογική οργάνωση της Διοικήσεως επιτάσσει κάθε μεταβολή στο αφορών τις προσλήψεις των δημόσιων εκπαιδευτικών λειτουργών νομοθετικό καθεστώς να αποφασίζεται κατόπιν συνεκτίμησης αφενός των αναγκών της δημόσιας εκπαίδευσης σε ανθρώπινο δυναμικό και αφετέρου των δυναμένων να διατεθούν για την καλύτερη κάλυψη των αναγκών αυτών οικονομικών πόρων, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές, αποτελεσματικές και πάγιες και όχι περιστασιακές, αποσπασματικές και εξυπηρετικές άλλων σκοπών, μη σχετιζόμενων με τις απορρέουσες από το Σύνταγμα για την ορθολογική οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης αρχές (πρβλ. ΣτΕ 1486/2020, βλ. σχετικά Π.Ε. 44/2000, 229/2016, 229/2020, Πρακτικό Ολομ. ΣτΕ 290/2013 σκέψη 8).

12. Eπειδή, από τα στοιχεία του φακέλου, το έγγραφο των απόψεων της Διοίκησης προς το Δικαστήριο [βλ. το 19474/Ε1/19.02.2021 έγγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου εντός της ταχθείσας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας και το περιεχόμενο του οποίου οι αιτούντες είχαν τη δυνατότητα να αντικρούσουν, δοθέντος ότι τους είχε δοθεί κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προθεσμία προς αντίκρουση έως τις 26.2.2021], αλλά και από γεγονότα γνωστά στο Δικαστήριο από προηγούμενες ενέργειές του προκύπτουν τα εξής: Με τις 2Π/2008, 3Π/2008, 4Π/2008 και 5Π/2008 προκηρύξεις του Α.Σ.Ε.Π. (Τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 515, 516, 531 και 530/2008, αντιστοίχως) προκηρύχθηκε η διεξαγωγή διαγωνισμού, προκειμένου να καταρτιστούν πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών λειτουργών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τα σχολικά έτη 2009-2010 και 2010-2011. Με τις ως άνω προκηρύξεις του έτους 2008 προκηρύχθηκαν, μεταξύ άλλων, θέσεις των κλάδων των αιτούντων (ΠΕ 01 Θεολόγων, ΠΕ02 Φιλολόγων, ΠΕ 04.01 Φυσικών και ΠΕ 14.04 Γεωπόνων). Οι ως άνω προκηρυχθείσες θέσεις διοριστέων του Α.Σ.Ε.Π. αντιστοιχούσαν στο, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. αα΄ του ν. 3255/2004, ποσοστό 60% του συνόλου των προς πλήρωση κενών οργανικών θέσεων, ο δε αριθμός τους καθορίστηκε για την ως άνω διετία με την 109363/Δ2/2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β΄ 1738), αφού ελήφθη υπόψιν και εγκρίθηκε η προκαλούμενη δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό. Περαιτέρω, με τις υπ’ αριθμ. 98102/Δ2/2.10.2009 και 98105/Δ2/2.10.2009 κοινές αποφάσεις των ίδιων ως άνω Υπουργών (Β΄ 2158/2.10.2009) καθορίστηκε ο αριθμός εκπαιδευτικών για διορισμό κατά το σχολικό έτος 2009-2010 στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση κατά κλάδο και ειδικότητα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 3687/2008 [α) εκπαιδευτικών με τριακοντάμηνη πραγματική υπηρεσία αναπληρωτών ή ωρομισθίων και β) εκπαιδευτικών με εικοσιτετράμηνη πραγματική υπηρεσία αναπληρωτών ή ωρομισθίων, οι οποίοι έχουν λάβει τη βαθμολογική βάση σε οποιονδήποτε διαγωνισμό εκπαιδευτικών του Α.Σ.Ε.Π., αντιστοίχως]. Οι ήδη αιτούντες έλαβαν μέρος στον διαγωνισμό, κατετάγησαν δε, ως λαβόντες τη βαθμολογική βάση, στον πίνακα επιτυχόντων, λόγω, όμως, της σειράς επιτυχίας τους δεν περιλήφθηκαν στους πίνακες διοριστέων των αντίστοιχων κλάδων. Όπως βεβαιώνει η Διοίκηση στο ως άνω έγγραφο απόψεών της προς το Δικαστήριο, το Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων διόρισε, για το σχολικό έτος 2009-2010, το ένα δεύτερο των διοριστέων εκπαιδευτικών του διαγωνισμού, κάλυψε δηλαδή το ήμισυ των προκηρυχθεισών θέσεων· κάλυψε επίσης το ήμισυ των θέσεων που αντιστοιχούσαν στο, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. ββ΄ του ν. 3255/2004, ποσοστό 40% του συνόλου των προς πλήρωση κενών οργανικών θέσεων. Πριν, όμως, από τη λήξη του σχολικού έτους 2009-2010 ψηφίστηκε ο ν. 3848/2010 (Α΄ 71/19.5.2010), με τον οποίο θεσπίστηκε πάγιο σύστημα διορισμών και προσλήψεων εκπαιδευτικού προσωπικού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θεμελιώδη προϋπόθεση λειτουργίας του οποίου απετέλεσε η διενέργεια διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. τόσο για διορισμό σε μόνιμες θέσεις όσο και για την πρόσληψη εκπαιδευτικών ως αναπληρωτών ή ωρομισθίων. Παράλληλα με το πάγιο σύστημα προσλήψεων αναπληρωτών και έως ότου αυτό εφαρμοσθεί, γεγονός που προϋπέθετε τη διεξαγωγή διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. κατά τον ν. 3848/2010, θεσπίσθηκαν με το άρθρο 9 παρ. 1 του ίδιου νόμου μεταβατικές διατάξεις, με τις οποίες ο χρόνος εντός του οποίου θα διορίζονταν ως μόνιμοι εκπαιδευτικοί σε ποσοστό 60% από τους ισχύοντες πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών του Α.Σ.Ε.Π. παρατάθηκε πέραν του σχολικού έτους 2010-2011 έως και το σχολικό έτος 2011-2012, με δυνατότητα περαιτέρω παράτασης της μεταβατικής περιόδου έως τη διενέργεια του πρώτου κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. Κατ’ ακολουθίαν τούτου, ενώ υπό το νομοθετικό καθεστώς πριν από τον ν. 3848/2010 και βάσει των προκηρύξεων του Α.Σ.Ε.Π. θα έπρεπε να διοριστεί, κατά το σχολικό έτος 2010-2011, το υπόλοιπο ήμισυ του αριθμού των διοριστέων εκπαιδευτικών του διαγωνισμού, θα έπρεπε δηλαδή να καλυφθεί το υπόλοιπο ήμισυ των προκηρυχθεισών θέσεων, μετά την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010 τούτο δεν ήταν πλέον δυνατόν (βλ. ΣτΕ Ολομ. 527/2015 σκέψ. 14). Ακολούθως, με την 102548/Δ2/20.8.2010 απόφαση της Υπουργού Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων κατανεμήθηκαν για το σχολικό έτος 2010-2011, κατά κλάδο και ειδικότητα, 2.762 οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι θέσεις αυτές καλύφθηκαν με τις υπ’ αριθ. 100369/Δ2/12.8.2010, Φ.361.1/269/102629/ Δ1/20.8.2010 και Φ.361.1/270/102630/Δ1/20.8.2010 αποφάσεις της Υπουργού Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι διορισμοί εκπαιδευτικών για το σχολικό έτος 2010-2011. Στη συνέχεια, εκπαιδευτικοί οι οποίοι είχαν περιληφθεί στους οριστικούς πίνακες διοριστέων του Α.Σ.Ε.Π. του ως άνω διαγωνισμού, με αίτησή τους ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ζήτησαν να ακυρωθεί η – εκδηλωθείσα με τις προαναφερθείσες αποφάσεις – παράλειψη της Υπουργού Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων να τους διορίσει κατά το σχολικό έτος 2010-2011 στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με την 2223/2012 απόφασή του, κρίνοντας ότι στην εν λόγω υπόθεση ετίθεντο ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος δυνάμενα να έχουν συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, υπέβαλε, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, προδικαστικά ερωτήματα προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έκρινε επ’ αυτών με την ΣτΕ 527/2015 Ολομ. (κατόπιν της παραπεμπτικής στην Ολομέλεια αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος 1175/2014 επταμ.). Με την ως άνω 527/2015 απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι η ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3848/2010 καθώς και οι ειδικότερες ρυθμίσεις των παρ. 8 και 9 του ίδιου άρθρου αντίκεινται στις κατοχυρωμένες από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 103 παρ. 7 του Συντάγματος αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες. Τούτο, για τους εξής λόγους: α) Με το άρθρο 118 παρ. 6 του Συντάγματος εξακολούθησαν μεν να ισχύουν, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, οι προβλεπόμενες στο ν. 2190/1994 εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων η κατά το άρθρο 14 παρ. 2 περ. γ΄ εξαίρεση από τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. των διορισμών των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· πλην, η εξαίρεση αυτή συνιστά, στην ουσία, επέκταση νομοθετικής ρύθμισης προγενέστερης της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 και δεν εκτείνεται σε νέες ρυθμίσεις μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, ασύνδετες προς το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε πριν από τις 6.4.2001. Τέτοια ρύθμιση αποτελεί ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών από πίνακες αναπληρωτών κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010, ο οποίος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., όπως απαιτείται κατά τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος. β) Ναι μεν ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών από πίνακες αναπληρωτών κατά το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010 αποτελεί επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια (κατάταξη σε πίνακα αναπληρωτών με βάση την πραγματική προϋπηρεσία του εκπαιδευτικού), όπως δε έχει κριθεί (ΣτΕ 3593 – 3595/2008), η προϋπηρεσία και η εμπειρία συνιστούν τέτοια κριτήρια· η απόκτηση όμως της προϋπηρεσίας αυτής ανάγεται σε προσλήψεις αναπληρωτών ή ωρομισθίων, οι οποίες δεν είχαν υπαχθεί στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής και, ενόψει και των σχετικών διάσπαρτων στη νομοθεσία διατάξεων, δεν προκύπτει ότι είχαν γίνει με αξιοκρατικές εγγυήσεις. Σε συνέχεια της 527/2015 αποφάσεως της Ολομελείας, το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις 2491-2492/2015 αποφάσεις του Γ′ Τμήματος έκρινε, με το ίδιο σκεπτικό, ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 περ. α′, υποπερ. ββ΄ και παρ. 4 του ν. 3255/2004 είναι αντισυνταγματικές και ανίσχυρες, χωρίς να παραπέμψει το ζήτημα στην Ολομέλεια κατ’ άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, με την αιτιολογία ότι με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου είχαν κριθεί, για τους ίδιους λόγους, ως αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 και παρ. 8 του ν. 3848/2010, οι οποίες είχαν «ταυτόσημο περιεχόμενο με τις ως άνω διατάξεις του ν. 3255/2004». Ακολούθως, με την ΣτΕ 2743/2017 επταμελούς σύνθεσης του Γ′ Τμήματος κρίθηκε (με ευθεία παραπομπή στη ΣτΕ 527/2015 Ολομ.) ότι οι έχουσες ταυτόσημο περιεχόμενο με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 8 και 9 του ν. 3848/2010, αλλά και τις αντίστοιχες του ν. 3255/2004 διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του ν. 3687/2008, δεν ήταν συνταγματικώς ανεκτές.

13. Επειδή, ενόψει των κριθέντων με την ΣτΕ 527/2015 απόφαση της Ολομελείας, οι ήδη αιτούντες με κοινές αιτήσεις τους με άλλους εκπαιδευτικούς (βλ. τις υπ’ αριθμ. 64495/24.4.2015, 131283/21.8.2015, 43566/16.3.2015, 178287/6.11.2015 και 47408/ 20.3.2015, αντιστοίχως, αιτήσεις τους προς το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων) ζήτησαν, ως επιτυχόντες των διαγωνισμών του Α.Σ.Ε.Π. των ετών 2000, 2002, 2004, 2006 και 2008, κατ’ αρχάς, «την επανεξέταση του θέματος των διορισμών [τους], τη συμμόρφωση προς τη ΣτΕ 527/2015 και τον αναδρομικό διορισμό τους από την ημερομηνία που όφειλε το Υπουργείο να προβεί στον διορισμό [τους] σύμφωνα με την προκήρυξη και δεν προέβη ακριβώς επειδή προέκρινε κατά αντισυνταγματικό τρόπο συναδέλφους [τους] (α) από τον ενιαίο πίνακα διοριστέων με πραγματική προϋπηρεσία (40%), (β) από λίστες εκπαιδευτικών με εικοσιτετράμηνη προϋπηρεσία αναπληρωτών ή ωρομισθίων και (γ) από λίστες εκπαιδευτικών με τριαντακοντάμηνη προϋπηρεσία αναπληρωτών ή ωρομισθίων» και, εν συνεχεία, «την ανάκληση των πινάκων διορισμών, κατά το μέρος που αφορούν σε θέσεις, οι οποίες πληρώθηκαν από προσωρινούς αναπληρωτές του ενιαίου πίνακα (40%), εκπαιδευτικούς με 24μηνη ή 30μηνη προϋπηρεσία». Κατά τους ισχυρισμούς τους δε, η τυχόν άρνηση διορισμού τους, ως επιτυχόντων διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π., θα παραβίαζε ευθέως το κατοχυρωμένο από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμά τους για την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Τα ανωτέρω αιτήματα των προαναφερθέντων εκπαιδευτικών, μεταξύ των οποίων και των ήδη αιτούντων, το Υπουργείο Παιδείας απέρριψε ρητώς με την ακόλουθη αιτιολογία: α) από τους πίνακες επιτυχόντων του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2008, οι οποίοι βρίσκονταν σε ισχύ, ενόψει των σχετικών παρατάσεων, ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν διορισμοί μόνον σε κλάδους για τους οποίους δεν είχε καλυφθεί το σύνολο των προκηρυχθεισών θέσεων κατά την περίοδο από το σχολικό έτος 2009-10 έως και 2013-14, προϋπόθεση η οποία δεν συνέτρεχε για τους εκπαιδευτικούς των κλάδων των ήδη αιτούντων, καθόσον είχαν καλυφθεί όλες οι προκηρυχθείσες θέσεις και β) σύμφωνα με όσα κρίθηκαν με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με δεδομένο ότι «η Διοίκηση οφείλει πλήρη και έγκαιρη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις, εφόσον, όμως, αυτές παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις», η Διοίκηση «τελεί σε αναμονή της οριστικής απόφασης του ΔΕΑ στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση» με την ως άνω απόφαση της Ολομελείας. Κατά των απορριπτικών αυτών αποφάσεων οι ήδη αιτούντες άσκησαν αιτήσεις ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με τις 3264/2017, 3270/2017, 3273/2017, 154/2018 και 1443/2018 αποφάσεις του, το προαναφερθέν δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι η ρητή απόρριψη από τη Διοίκηση του αιτήματος των και ήδη αιτούντων περί ανάκλησης αποφάσεων διορισμών εκπαιδευτικών, ως ερειδομένων σε διατάξεις που κρίθηκαν επιγενομένως αντισυνταγματικές με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνιστούσε – κατ’ ανάλογη εφαρμογή της αρχής περί υποχρέωσης ανάκλησης ατομικών διοικητικών πράξεων “ομοίων” με ακυρωθείσα πράξη – εκτελεστή διοικητική πράξη παραδεκτώς προσβαλλομένη. Κατ’ ακολουθίαν δε τούτου, κρίθηκε ότι η Διοίκηση όφειλε να εξετάσει αν συνέτρεχε ή όχι περίπτωση ανάκλησης των οικείων αποφάσεων διορισμού εκπαιδευτικών κατά παράλειψη των αιτούντων και ότι, εν προκειμένω, είχε απορρίψει τα αιτήματα περί ανακλήσεως των αποφάσεων διορισμού των προαναφερθέντων εκπαιδευτικών και περί επανεξετάσεως του θέματος των διορισμών τους με εσφαλμένη, ελλιπή και μη νόμιμη αιτιολογία, στηριχθείσα σε άσχετα κριτήρια. Για τον λόγο δε αυτό, το οικείο Διοικητικό Εφετείο ανέπεμψε τις υποθέσεις στη Διοίκηση «προκειμένου να εξεταστεί το αίτημα – των και ήδη αιτούντων – … κατ’ εκτίμηση … λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή τους και της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που εκτήθησαν καλοπίστως από την εφαρμογή τους και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή τους». Ως προς τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Διοίκηση, στο πλαίσιο συμμόρφωσης προς τις ανωτέρω αποφάσεις, στο από 10.3.2020 έγγραφο απόψεών της αναφέρει ότι: «Όσον αφορά τις ανωτέρω αποφάσεις, επισημαίνεται το γεγονός του μεγάλου αριθμού τους, για τα μέχρι τώρα δεδομένα της Υπηρεσίας μας, και συνακόλουθα, του μεγάλου αριθμού των εκπαιδευτικών που αφορούν, εκ του οποίου κατέστη αναγκαία η ενιαία από το Δημόσιο αντιμετώπισή τους, καθώς και το γεγονός ότι με αυτές ετέθη ένα νέο αιτιολογικό πρίσμα, υπό το οποίο ζητήθηκε να εξεταστούν τα αιτήματα αναδρομικού διορισμού των αιτούντων εκπαιδευτικών, χωρίς να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο έτος διορισμού, κατά το οποίο εκδηλώθηκε σε βάρος των παραπάνω ενέργεια της Διοίκησης, όπως είχε συμβεί με (προγενέστερες) αποφάσεις…». Εν τω μεταξύ, η Διοίκηση με το από 181299/Ε1/26.10.2018 έγγραφό της προς το Α.Σ.Ε.Π. ζήτησε να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας των τυπικών προσόντων και των προσκομισθέντων δικαιολογητικών 460 συνολικά επιτυχόντων εκπαιδευτικών των προκηρύξεων 1Π/2008, 2Π/2008, 3Π/2008, 4Π/2008 και 5Π/2008 του Α.Σ.Ε.Π., δικαιωθέντων με τις ως άνω δικαστικές αποφάσεις• κατόπιν τούτου, το Α.Σ.Ε.Π. εξέδωσε τις από 15.11.2018 έως 17.12.2018 πράξεις του περί του ελέγχου νομιμότητας των δικαιολογητικών και προσδιορισμού της σειράς κατάταξης στον οικείο πίνακα των ως άνω εκπαιδευτικών. Ακολούθησε η θέσπιση της επίμαχης διατάξεως του άρθρου 73 που περιλήφθηκε στον νόμο 4589/2019 (Α΄ 13/29.01.2019), με τον οποίο θεσπίστηκε νέο σύστημα διορισμού και πρόσληψης εκπαιδευτικού προσωπικού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ειδικότερα, στις διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 4589/2019 ορίζεται ότι: «1. Οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί των προκηρύξεων του Α.Σ.Ε.Π. 1Π/2008 (Τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 267/3.6.2008), 2Π/2008 (Τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 515/8.10.2008), 3Π/2008 (Τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 516/8.10.2008), 4Π/2008 (Τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 530/15.10.2008), 5Π/2008 (Τεύχος Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 531/15.10.2008), που είχαν συμπεριληφθεί στους πίνακες κατάταξης, διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων σε κενές οργανικές θέσεις και σε περίπτωση μη ύπαρξης κενών οργανικών θέσεων σε συνιστώμενες προσωποπαγείς θέσεις, οι οποίες καταργούνται αυτοδικαίως με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση από αυτές, εφόσον έχει εκδοθεί ως προς αυτούς, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως κατά της παράλειψης διορισμού τους. 2. Οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί της παραγράφου 1 καλούνται άπαξ προς διορισμό με βάση τη φθίνουσα σειρά κατάταξης που προκύπτει από τη συνολική βαθμολογία τους, όπως αυτή διαπιστώνεται με απόφαση του Α.Σ.Ε.Π. και μέχρι την πλήρωση του συνολικού αριθμού των θέσεων ανά κλάδο και ειδικότητα, που αντιστοιχούσε στις θέσεις που καλύφθηκαν με τον διορισμό εκπαιδευτικών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρ. 2 περίπτωση α′ υποπερίπτωση ββ΄ και της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3255/2004 (Α΄ 138), παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3687/ 2008 (Α΄ 159) και των παραγράφων 1, 8 και 9 του άρθρου 9 του ν. 3848/2010 (Α΄ 71). 3. Ο διορισμός των υποψηφίων εκπαιδευτικών του παρόντος ισχύει από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 1». Στην αιτιολογική έκθεση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 73 αναφέρεται ότι: «Με τη διάταξη αυτή επιτυγχάνεται η συμμόρφωση της Διοίκησης σε σειρά δικαστικών αποφάσεων που ακολούθησαν τη δημοσίευση της ΣτΕ (Ολομ) 527/2015 απόφασης που εκδόθηκε ύστερα από πιλοτική δίκη του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 και έκανε δεκτές τις αιτήσεις ακυρώσεως εκπαιδευτικών, επιτυχόντων του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2008, κρίνοντας ως αντισυνταγματικό τον διορισμό εκπαιδευτικών, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. ββ΄ του ν. 3255/2004, παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3687/2008 και παρ. 1, 8 και 9 του άρθρου 9 του ν. 3848/2010, των οποίων η ισχύς παρατάθηκε με τις υπουργικές αποφάσεις 21406/Δ2/2012 (Β΄ 615), 4904/Δ2/2013 (Β΄ 1017), 80110/Δ1/22.5.2014 (Β΄ 1435). Το σύνολο των ως άνω δικαιωμένων καλείται προς διορισμό με βάση τη φθίνουσα σειρά κατάταξης στον πίνακα υποψηφίων που προκύπτει από τη συνολική βαθμολογία τους, όπως αυτή διαπιστώνεται με απόφαση του Α.Σ.Ε.Π., προκειμένου να ολοκληρωθεί η συμμόρφωση της Διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις και να εκκινήσουν νέες διαγωνιστικές διαδικασίες για την πλήρωση θέσεων εκπαιδευτικών. Ο διορισμός των υποψηφίων ισχύει από τη δημοσίευση της σχετικής υπουργικής απόφασης». Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω άρθρου 73, με την 65172/Ε1/23.4.2019 απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων διορίστηκαν οι αναφερόμενοι σε πίνακες (συνολικά 457) εκπαιδευτικοί, επιτυχόντες του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. έτους 2008 – μεταξύ των οποίων και οι αιτούντες – σε θέσεις μονίμων εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις υποβληθείσες αιτήσεις τους και με βάση τη φθίνουσα σειρά κατάταξης που προέκυπτε από τη συνολική βαθμολογία τους, με τον εισαγωγικό βαθμό, εντάχθηκαν δε στο εισαγωγικό για κάθε κλάδο μισθολογικό κλιμάκιο και τέθηκαν στη διάθεση των οικείων Διευθύνσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Με την ίδια (ήδη προσβαλλόμενη) υπουργική απόφαση ορίστηκε ότι ο διορισμός των ως άνω εκπαιδευτικών ισχύει από τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής οι αιτούντες ασκούν την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως, καθ’ ο μέρος α) δεν προσδόθηκε με αυτή ρητώς αναδρομικότητα στον διορισμό τους από το σχολικό έτος 2009-2010 και ειδικότερα, από τις ημερομηνίες δημοσίευσης των υπουργικών αποφάσεων διορισμών εκπαιδευτικών του ως άνω σχολικού έτους και β) με αυτή εκδηλώθηκε η παράλειψη της Διοικήσεως να τους κατατάξει στον ορθό βαθμό και στο ορθό μισθολογικό κλιμάκιο.

14. Επειδή, αναγκαία συνέπεια της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα (ιδίως δε, από την θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου και από τα άρθρα 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως η διάταξη αυτή αναθεωρήθηκε με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής) και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α´ 256) υποχρέωσης συμμορφώσεως των άλλων εξουσιών προς τις δικαστικές αποφάσεις και εκτελέσεως αυτών, ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική, είναι ότι τα όργανα της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς τις δικαστικές αποφάσεις (πρβλ. απόφαση 127/2016 Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 Συντ.). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 50 παρ. 1, 4 και 5 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) και του εκδοθέντος σε εκτέλεση της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως ν. 3068/2002 (Α΄ 274) συνάγεται ότι η Διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή τακτικού διοικητικού δικαστηρίου [σε υποθέσεις, η αρμοδιότητα για την εκδίκαση των οποίων έχει μεταβιβασθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια], υποχρεούται όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στον νομικό κόσμο τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε με τη δικαστική αυτή απόφαση, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση αυτής ή των νομικών καταστάσεων που διαμορφώθηκαν, αμέσως ή εμμέσως, βάσει της πράξης ή παράλειψης που ακυρώθηκε ή ως συνέπεια αυτής. Προς τον σκοπό αυτό οφείλει να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που στηρίζονται στην ακυρωθείσα και να επαναλάβει τις πράξεις που κατά νόμο υποχρεούται να εκδώσει, χωρίς τη νομική πλημμέλεια η οποία διαπιστώθηκε με την ακυρωτική απόφαση, ώστε να διαμορφωθεί νομική κατάσταση σύμφωνη προς τον νόμο κατά την έννοια της ακυρωτικής αποφάσεως. Το ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων συμμορφώσεως της Διοικήσεως [ή του νομοθέτη, σε περίπτωση που επιχειρείται συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση με διάταξη νόμου] προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελθείσας ακυρώσεως, ήτοι από τη φύση και το είδος της ακυρωθείσας πράξης ή τα νόμιμα στοιχεία που συγκροτούν την παράλειψη, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις πάνω στα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το Δικαστήριο στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του, δημιουργώντας ως προς αυτά δεδικασμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ Ολομ. 677/2010, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2854/1985, 1125/2016, ΣτΕ 2/1989, 1986/2000, 1512/2009, 3761/2013, 4925/2014).

15. Επειδή, εξάλλου, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 2176, 2177/2004, ΣτΕ 4763/2014 επταμ., ΣτΕ 1275, 2427, 2451/2019, 180/2020), κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Στις περιπτώσεις, όμως, κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της Διοικήσεως που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί με βάση την ίδια διάταξη, εφόσον για την ανάκλησή τους υποβληθεί στη Διοίκηση αίτηση μέσα σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής αποφάσεως του δικαστηρίου, από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον. Στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξεως και να προχωρήσει στην ανάκλησή της, εντός του πλαισίου της απονεμομένης από το νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δεσμίας αρμοδιότητος για την έκδοσή της, κατ’ εκτίμηση των λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που εκτήθησαν καλοπίστως από την εφαρμογή της και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της.

16. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην σκέψη 13, κατόπιν των προαναφερθεισών ακυρωτικών αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, οι οποίες εφάρμοσαν αναλόγως την νομολογιακώς καθιερωθείσα αρχή της υποχρέωσης επανεξετάσεως της νομιμότητας πράξεων ομοίου περιεχομένου με ήδη ακυρωθείσα με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ατομική διοικητική πράξη για τον λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου και αναπομπής των υποθέσεων στη Διοίκηση, η τελευταία ήταν υποχρεωμένη να επανεξετάσει τις πράξεις διορισμού εκπαιδευτικών από τον ενιαίο πίνακα αναπληρωτών και από τον πίνακα εκπαιδευτικών με τριαντάμηνη ή με εικοσιτετράμηνη προϋπηρεσία σε κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών του κλάδου των αιτούντων κατά τα σχολικά έτη 2009-2010 έως και 2013-2014 κατά παράλειψή τους. Στο πλαίσιο αυτό, η Διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να διερευνήσει εάν – μη υπαρχουσών κενών οργανικών θέσεων – ήταν δυνατόν να αναδιαμορφώσει εν όλω τους πίνακες διοριστέων, με συνέπεια την ανάκληση των αποφάσεων διορισμού των εκπαιδευτικών που είχαν διοριστεί κατά παράλειψή τους και την πλήρωση των κενούμενων με τον τρόπο αυτό θέσεων από τους ήδη αιτούντες (πρβλ. ΣτΕ 3149/1968 Ολομ., 1569/1970, 4483/1983 και 144/2014), δεν είχε, όμως, υποχρέωση, απορρέουσα από την ανωτέρω αρχή ούτε από το αιτιολογικό και διατακτικό των ανωτέρω αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, να ανακαλέσει τις αποφάσεις διορισμού των εκπαιδευτικών που είχαν διοριστεί με βάση τις διατάξεις που κρίθηκαν με την ΣτΕ 527/2015 απόφαση ως αντισυνταγματικές, αλλά ούτε και να διορίσει τους αιτούντες, και μάλιστα αναδρομικώς, και να τους κατατάξει στο βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που θα κατείχαν αν είχαν διορισθεί από την ημερομηνία δημοσίευσης των υπουργικών αποφάσεων διορισμών εκπαιδευτικών των σχολικών ετών 2009-2010 έως 2013-2014, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες.

17. Επειδή, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν 19474/Ε1/19.02.2021 έγγραφο απόψεών της προς το Δικαστήριο, τα στοιχεία τα οποία η Διοίκηση έπρεπε να σταθμίσει κατόπιν των ως άνω ακυρωτικών αποφάσεων ήταν τα ακόλουθα: α) Οι διορισμοί από τους πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών από το διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. 2008 πραγματοποιήθηκαν σταδιακά, σε διαφορετικά σχολικά έτη για κάθε κλάδο και ειδικότητα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως βεβαιώνεται στο ως άνω έγγραφο της Διοικήσεως, προκύπτει δε και από γεγονότα γνωστά στο Δικαστήριο από προηγούμενες ενέργειές του, από το έτος 2010-2011 και έπειτα μειώθηκε ο συνολικός προβλεπόμενος αριθμός των εγκεκριμένων πιστώσεων για διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών ανά σχολικό έτος. Ειδικότερα, κατά τα σχολικά έτη 2010-2011 και 2011-2012 διατέθηκε περιορισμένος αριθμός θέσεων για διορισμό εκπαιδευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ κατά τα έτη 2012-2013 και 2013-2014, με τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις κατανομής, διατέθηκαν θέσεις προς κάλυψη με διορισμούς μονίμων μόνο σε κλάδους και ειδικότητες για τις οποίες υπήρξε σημαντικός αριθμός οργανικών κενών, μετά τη διαδικασία των μεταθέσεων και των μετατάξεων εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κατά τα σχολικά έτη 2014-2015 και 2015-2016 δεν διατέθηκαν θέσεις για μόνιμο διορισμό, ελλείψει σχετικής έγκρισης από την αρμόδια κατά νόμο Επιτροπή του άρθρου 2 παρ. 1 της υπ’ αριθμ. 33/2006 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου. Κατά το σχολικό έτος 2016-2017 ενεργοποιήθηκε η διαδικασία διορισμών [κατόπιν της χορηγηθείσας παρατάσεως της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 9 του ν. 3848/2010, με την 139997/E2/1.9.2016 υπουργική απόφαση (Β΄ 2845)]. Στο πλαίσιο αυτό, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ΔΙΠΑΑΔ/Φ.Κ./49/οικ.13725/18.5.2016 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Β΄ 1411/19.5.2016), για την κατανομή τετρακοσίων πενήντα έξι (456) συνολικά θέσεων εκπαιδευτικών, αποκλειστικά και μόνον εναπομεινάντων διοριστέων (και όχι απλώς επιτυχόντων, όπως οι αιτούντες) του γραπτού διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. 2008, για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. β) Καθ’ όλη την ως άνω χρονική περίοδο είχαν επιβληθεί σημαντικότατοι περιορισμοί στον αριθμό των ετήσιων διορισμών στο σύνολο των φορέων του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων και στο εκπαιδευτικό προσωπικό όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης (βλ. ΣτΕ 1175/2014 επταμ.) λόγω των ιδιαιτέρως δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούσε – κατά την κρίσιμη περίοδο στην οποία ανάγεται η επίμαχη αναδρομικότητα – η Χώρα. Οι περιορισμοί δε αυτοί για δημοσιονομικούς λόγους κατέστησαν αδύνατη καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια ισχύος του ν. 3848/2010 την εφαρμογή των πάγιων διατάξεών του, οι οποίες ουδέποτε εφαρμόσθηκαν, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί ποτέ η προβλεπόμενη σε αυτές διαγωνιστική διαδικασία (βλ. ΣτΕ 4303/2015 επταμ. σκ. 12, 1882/2017 επταμ. σκ. 12, 1866/2020 επταμ. σκ. 16). γ) Η μη εφαρμογή των πάγιων ρυθμίσεων των άρθρων 1, 2, 3 και 5 του ν. 3848/2010 και η περαιτέρω εφαρμογή μεταβατικών ή προσωρινών διατάξεων είχε κριθεί ότι δεν ήταν συνταγματικώς επιτρεπτή πέραν του σχολικού έτους 2018-2019, ως απώτατου προβλέψιμου ορίου εφαρμογής των ως άνω ρυθμίσεων. Και τούτο, διότι η πέραν του ανώτατου αυτού ορίου μη εφαρμογή των πάγιων διατάξεων του νόμου για τη στελέχωση της δημόσιας εκπαίδευσης με μόνιμους και αναπληρωτές εκπαιδευτικούς θα αποτελούσε πρόδηλη προσβολή της αρχής του κράτους δικαίου και θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της στελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών με μόνιμους υπαλλήλους, καθώς και με τη συνταγματική απαγόρευση της κατάχρησης σχέσεων ορισμένου χρόνου για την κάλυψη πάγιων αναγκών (βλ. σχετικά ΣτΕ 1882/2017 επταμ., σκ. 12). Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι κατά το σχολικό έτος 2009-2010 δεν πραγματοποιήθηκαν ούτε οι διορισμοί του συνόλου των διοριστέων εκπαιδευτικών από το διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. 2008, ενώ λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δεδομένων των γνωστών σε όλους ιδιαιτέρως δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούσε η Χώρα, κατέστησαν αδύνατη την εφαρμογή του πάγιου συστήματος διορισμών και προσλήψεων εκπαιδευτικού προσωπικού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κατόπιν διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. βάσει του ν. 3848/2010, που απέβλεπε στην βελτίωση της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης.

18. Επειδή, ενόψει όλων των ανωτέρω και προκειμένου να λήξει η εκκρεμότητα, η οποία είχε δημιουργηθεί από τις προαναφερθείσες ακυρωτικές αποφάσεις και αφορούσε σημαντικό αριθμό εκπαιδευτικών καταταγέντων σε πίνακα επιτυχόντων, και όχι διοριστέων, σε διαγωνισμό προκηρυχθέντα από το Α.Σ.Ε.Π. το έτος 2008, και να καταστεί πλέον δυνατή, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η έναρξη της εφαρμογής του νέου παγίου συστήματος διορισμού εκπαιδευτικών που θεσπίστηκε με τον ν. 4589/2019, και μετά από συνεκτίμηση, προφανώς, των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, μετά τη λήξη της δυσμενούς δημοσιονομικής καταστάσεως, καθώς και της αναστατώσεως που θα προκαλείτο στη δημόσια εκπαίδευση σε περίπτωση ανακλήσεως των διορισμών ήδη διορισθέντων (καλοπίστων) εκπαιδευτικών μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος από την έκδοση των σχετικών πράξεων, αλλά και των επιπτώσεων στην ορθολογική οργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης από τον διορισμό μεγαλύτερου αριθμού εκπαιδευτικών από τον αρχικώς προγραμματισθέντα, με το άρθρο 73 του εν λόγω νόμου προβλέφθηκε ο διορισμός των εκπαιδευτικών που είχαν συμπεριληφθεί στους ανωτέρω πίνακες κατάταξης σε κενές οργανικές θέσεις μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού και σε περίπτωση μη ύπαρξης κενών οργανικών θέσεων σε συνιστώμενες προσωποπαγείς θέσεις. Με την παράγραφο δε 3 του άρθρου 73 ορίσθηκε ότι δεν προσδίδεται αναδρομικότητα στους διορισμούς αυτούς. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στην επιβαλλόμενη από τα άρθρα 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμορφώσεως των άλλων εξουσιών προς τις δικαστικές αποφάσεις και εκτελέσεως αυτών, ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική. Τούτο δε, διότι από τις αποφάσεις, με τις οποίες ακυρώθηκε όχι η παράλειψη διορισμού των αιτούντων, όπως εσφαλμένως αυτοί φαίνεται να υπολαμβάνουν, αλλά η παράλειψη εξετάσεως του αιτήματος αυτών περί ανακλήσεως παράνομων διορισμών εκπαιδευτικών σύμφωνα με την αρχή περί υποχρέωσης ανάκλησης ατομικών διοικητικών πράξεων “ομοίων” με ακυρωθείσα πράξη, κατ’ επίκληση της οποίας θεσπίστηκε η επίμαχη ρύθμιση, δεν απέρρεε – κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 16 – υποχρέωση της Διοικήσεως να ανακαλέσει τις αποφάσεις διορισμού των ως άνω εκπαιδευτικών, αλλά ούτε και υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί σε διορισμό των αιτούντων, και μάλιστα αναδρομικώς, ή του νομοθέτη να προβλέψει τέτοιο διορισμό των αιτούντων. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με το άρθρο 252 του μεταγενέστερου ν. 4610/2019 (Α΄ 70/7.5.2019) προέβλεψε, κατ’ εξαίρεση, ότι οι εκπαιδευτικοί που διορίζονται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση σύμφωνα με το άρθρο 73 του ν. 4589/2019 – μεταξύ των οποίων και οι αιτούντες – μονιμοποιούνται αυτοδικαίως από την ημερομηνία διορισμού τους, χωρίς να διανύουν την διετή υποχρεωτική δοκιμαστική υπηρεσία όλων των νεοδιοριζόμενων εκπαιδευτικών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 62 παρ. 7 του ίδιου ν. 4589/2019. Η περαιτέρω δε πρόσδοση αναδρομικότητας στο διορισμό των αιτούντων και, μεταξύ άλλων, η κατάταξή τους σε βαθμό που δεν αντιστοιχεί σε διανυθείσα πράγματι στη δημόσια εκπαίδευση υπηρεσία και σε κτηθείσα αντίστοιχη εμπειρία θα είχε ως συνέπεια να επηρεάσει την υπηρεσιακή κατάσταση των ήδη υπηρετούντων εκπαιδευτικών λειτουργών, υπό την έννοια της ανατροπής ή εν πάση περιπτώσει διατάραξης της δημιουργηθείσας υπηρεσιακής τάξης· τούτο δε, θα είχε, ενδεχομένως, δυσμενείς επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης, μέσω της οποίας το Κράτος εκπληρώνει την κατά το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος αποστολή του για την παροχή παιδείας στους πολίτες. Επομένως, η θέσπιση της επίμαχης ρύθμισης του άρθρου 73 παρ. 3 του ν. 4589/2019 υπαγορεύθηκε και από την ανάγκη προστασίας, ενόψει της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, των προσώπων που συμμετείχαν καλοπίστως στο διαγωνισμό του 2008 και κατετάγησαν με τις τότε εφαρμοσθείσες διατάξεις σε θέσεις διοριστέων, ήδη δε σταδιοδρομούν στη δημόσια διοίκηση και τελούν, πλέον, υπό διαφορετικές συνθήκες από τους επιλαχόντες του εν λόγω διαγωνισμού, όπως είναι οι αιτούντες (πρβλ. ΣτΕ 144/2014, 1288/2020), αλλά και από την ανάγκη διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης. Τέλος, με την ως άνω ρύθμιση ο νομοθέτης συνεκτίμησε το γεγονός ότι η κατάταξη των αιτούντων σε πίνακες επιτυχόντων του Α.Σ.Ε.Π. του έτους 2008, οι οποίοι βρίσκονταν σε ισχύ ενόψει των σχετικών παρατάσεων, αποτελούσε μία – μη συνάδουσα προς την σύμφωνη με την αρχή της χρηστής και εύρυθμης Διοικήσεως ορθολογική οργάνωση αυτής (ΣτΕ 1865/1988) – εκκρεμότητα, η οποία έπρεπε να τακτοποιηθεί ενόψει και της θέσπισης του νέου συστήματος διορισμού εκπαιδευτικών με τον ίδιο νόμο 4589/2019 (βλ. σχετικά ΣτΕ 1866/2020 επταμ.).

19. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων, στο ζήτημα που εισήχθη ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας προς επίλυση κατά την διαδικασία της πρότυπης δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, προσήκει η εξής απάντηση: Η διάταξη του άρθρου 73 του ν. 4589/2019, με την οποία η Ελληνική Πολιτεία, κατ’ εφαρμογήν κριτηρίων που δεν παρίστανται ως προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών του νόμου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 652-656/2016), σύμφωνα με τα κριθέντα, και σε συμμόρφωση προς τις ως άνω ακυρωτικές αποφάσεις δεν προσέδωσε αναδρομικότητα στους διορισμούς των αιτούντων εκπαιδευτικών, δεν αντίκειται στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος. Μετά δε την επίλυση του ανωτέρω ζητήματος, το Δικαστήριο κρίνει, κατά το άρθρο 1 του ν. 3900/2010, ότι πρέπει η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως να κρατηθεί προς εκδίκαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, δικάζοντας την υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που αφορά τους λοιπούς αιτούντες πλην των παραιτηθέντων, απορρίπτει όλους τους περί του αντιθέτου προβαλλόμενους με τα δικόγραφα της κρινόμενης αιτήσεως και των προσθέτων λόγων λόγους ακυρώσεως, ως αβάσιμους. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Καταργεί την δίκη ως προς τους 15η, 18η, 24η, 51η και 54ο κατά τη σειρά αναγραφής στο δικόγραφο αιτούντες.

Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους λοιπούς.

Απορρίπτει τις παρεμβάσεις.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει συμμέτρως στους αιτούντες, ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση, και τους παρεμβαίνοντες την δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στις 5 Μαρτίου 2021

Η ΠρόεδροςΗ Γραμματέας

Ε. Σάρπ Ελ. Γκίκα

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 2021.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας

Δ. ΣκαλτσούνηςΕλ. Γκίκα