Άρθρα / Νομολογία

Επικαιρότητα

Συνταγματικότητα νέου συστήματος διορισμού εκπαιδευτικών Ν. 4589/2019-Μειοψηφία

Αριθμός 1866/2020

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2020, με την εξής σύνθεση: Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Μ. Τριπολιτσιώτη, Ιφ. Αργυράκη, Β. Ανδρουλάκης, Στ. Κτιστάκη, Σύμβουλοι, Β. Γκέρτσος, Ελ. Κουλεντιανού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 5 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση:

των: 1. Κ. Ρ. του Χ., κατοίκου Χέρσου Κιλκίς,κλπ (30 αιτ. )

κατά του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), που εδρεύει στην Αθήνα (Πουλίου 6), το οποίο παρέστη με τον Θεόδωρο Στριλάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Στη δίκη παρεμβαίνει με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τη Μαρία Παπίδα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 2ΓΕ/23.12.2019 προκήρυξη του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΦΕΚ Β´ 46/24.12.2019) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Β. Γκέρτσου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος δήλωσε ότι παραιτείται από τον 4ο λόγο ακυρώσεως και στη συνέχεια ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους του καθού Ανώτατου Συμβουλίου και του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, η οποία εισάγεται στην επταμελή σύνθεση με την από 12.3.2020 πράξη του Προέδρου του Τμήματος, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής 323483141950 0413 0043/2020).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 2ΓΕ/2019 προκήρυξης του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (τ. Α.Σ.Ε.Π. 46/24.12.2019 και 5/26.2.2020), με την οποία κλήθηκαν οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κλάδων ΠΕ01, ΠΕ02, ΠΕ03, ΠΕ04, ΠΕ05, ΠΕ06, ΠΕ07, ΠΕ08, ΠΕ11, ΠΕ33, ΠΕ34, ΠΕ40, ΠΕ41, ΠΕ78, ΠΕ80, ΠΕ81, ΠΕ82, ΠΕ83, ΠΕ84, ΠΕ85, ΠΕ86, ΠΕ87, ΠΕ88, ΠΕ89, ΠΕ90 και ΠΕ91 να υποβάλουν αίτηση για τη διαδικασία κατάταξης με σειρά προτεραιότητας, κατά κλάδο και ειδικότητα, για την πλήρωση των κενών θέσεων εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης, καθώς και για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των οικείων βαθμίδων εκπαίδευσης.

3. Επειδή, με την από 3.6.2020 έγγραφη δήλωση του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο της αίτησης παραιτήθηκαν από αυτό οι αιτούντες με σειρά αναγραφής 1 έως 11, 13 έως 16, 18 έως 21, 23, 25 έως 27 και 29. Συνεπώς, ως προς αυτούς πρέπει να καταργηθεί η δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α´ 8). Κατόπιν τούτου, η αίτηση εισάγεται ως προς τους λοιπούς αιτούντες με σειρά αναγραφής 12, 17, 22, 24, 28 και 30, οι οποίοι νομιμοποίησαν τον παραπάνω δικηγόρο.

4. Επειδή, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των αιτούντων στο ακροατήριο που επαναλήφθηκε και με το από 11.6.2020 υποβληθέν υπόμνημα, εντός της ταχθείσας προθεσμίας μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι αιτούντες παραιτήθηκαν από τον υπ’ αριθμ. 4 λόγο ακυρώσεως (σελ. 27-30 του δικογράφου), με τον οποίο είχε προβληθεί ότι το τριετές (κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου) “κλείδωμα” των πινάκων διορισμών και προσλήψεων αντίκειται στην αρχή του επικαίρου της κρίσης των προσόντων των υποψηφίων και στις αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας.

5. Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 ορίζονται τα εξής: «1. Με εντολή του Προέδρου κοινοποιούνται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους, αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο. Η κοινοποίηση γίνεται με επιμέλεια της Γραμματείας είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο Πρόεδρος έχει το δικαίωμα να κάνει σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση κατεπείγοντος. 2. α) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης διοικητικής αρχής, η κοινοποίηση γίνεται προς τον αρμόδιο υπουργό ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο, είτε από αρχή που υπόκειται σε αυτόν. β) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η κοινοποίηση γίνεται προς αυτό, το οποίο καθίσταται κύριος διάδικος. Κοινοποιείται επίσης στον υπουργό που το εποπτεύει, ο οποίος μπορεί να παρέμβει στο ακροατήριο και χωρίς να καταθέσει δικόγραφο παρέμβασης, είτε υπέρ, είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. γ) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία εγκρίθηκε με πράξη του οργάνου που ασκεί εποπτεία, η κοινοποίηση γίνεται και προς το νομικό πρόσωπο και προς τον αρμόδιο κατά το εδάφιο α´ υπουργό. Κύριοι διάδικοι καθίστανται και οι δύο. δ) …». Στο ίδιο π.δ. 18/1989 ορίζεται στο άρθρο 28 ότι: «Σε κάθε περίπτωση, εφόσον έγιναν οι κατά το παρόν κοινοποιήσεις, η υπόθεση συζητείται και εκδίδεται απόφαση ακόμη και αν δεν παρίστανται οι διάδικοι». Περαιτέρω, με το άρθρο 101Α του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ´ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ρυθμίζονται τα της συγκροτήσεως και λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Επακολούθησε ο εκτελεστικός του άρθρου 101Α του Συντάγματος ν. 3051/2002 «Συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, κ.λπ.» (Α΄ 220) στο άρθρο 2 του οποίου ορίζεται ότι: «1. Οι ανεξάρτητες αρχές απολαύουν λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεν υπόκεινται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές… 4. Ο Πρόεδρος της ανεξάρτητης αρχής έχει την ευθύνη της λειτουργίας της… Ειδικότερα: α. Εκπροσωπεί την ανεξάρτητη αρχή δικαστικώς και εξωδίκως… 8. Κατά των εκτελεστών αποφάσεων των ανεξάρτητων αρχών μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και οι προβλεπόμενες στο Σύνταγμα και τη νομοθεσία διοικητικές προσφυγές. Ένδικα βοηθήματα κατά των αποφάσεων των ανεξάρτητων αρχών μπορεί να ασκεί και ο κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός. 9. Οι ανεξάρτητες αρχές έχουν την ικανότητα να παρίστανται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις τους». Εξ άλλου, στο άρθρο 2 του ν. 2190/1994 (Α΄ 28) ορίζεται ότι: «1. Συνιστάται Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή. Το Α.Σ.Ε.Π. δεν υπόκειται σε έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλη διοικητική αρχή και οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε από άποψη νομιμότητας… 2. Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού έχει ως αποκλειστική αποστολή την εφαρμογή των νόμων και κανονισμών που διέπουν την επιλογή των διοριστέων στις δημόσιες υπηρεσίες, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, όπως ειδικότερα ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις αυτού».

6. Επειδή, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 18/1989, επί αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αίτηση κοινοποιείται στα αναφερόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 21 πρόσωπα, που αποτελούν τους αντιδίκους του αιτούντος, προκειμένου να ακουσθούν και αυτά στη δίκη που έχει ανοιχθεί με την αίτηση ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 3037/2001). Ειδικότερα, όταν μεν προσβάλλεται πράξη διοικητικής αρχής θέση κύριου διαδίκου επέχει ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός, είτε η πράξη εκδόθηκε από αυτόν είτε από αρχή που υπόκειται σε αυτόν, όταν δε προσβάλλεται πράξη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, θέση κύριου διαδίκου επέχει το νομικό αυτό πρόσωπο, και ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός επέχει θέση κύριου διαδίκου, μόνον εάν η προσβαλλόμενη πράξη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εγκρίθηκε με πράξη του οργάνου που ασκεί εποπτεία (βλ. ΣτΕ 1705/2013). Σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται η άσκηση εποπτείας, που δεν λαμβάνει τη μορφή έγκρισης της προσβαλλόμενης πράξης του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου από τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό, ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη, είτε υπέρ είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης, με δήλωσή του στο ακροατήριο, χωρίς να απαιτείται κατάθεση δικογράφου παρέμβασης (πρβλ. ΣτΕ 2791/2009, 2668/2001). Περαιτέρω, έχει γίνει δεκτό, καθ’ ερμηνεία των ως άνω διατάξεων του π.δ. 18/1989 – στις οποίες δεν ορίζεται ρητώς το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η κοινοποίηση στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως πράξη έχει εκδοθεί από ανεξάρτητη αρχή – σε συνδυασμό με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 3051/2002 και του ν. 2190/1994, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία με την αίτηση ακυρώσεως προσβάλλεται πράξη ανεξάρτητης αρχής, η κοινοποίηση της αιτήσεως ακυρώσεως γίνεται προς αυτήν, εάν δε πρόκειται για πράξη εκδοθείσα από το Α.Σ.Ε.Π., η κοινοποίηση γίνεται προς την εν λόγω ανεξάρτητη αρχή, η οποία παρίσταται ως διάδικος (βλ. ΣτΕ 1823/2012 Ολ., 147/2014). Και ναι μεν το Α.Σ.Ε.Π., ως ανεξάρτητη αρχή κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα, χωρίς νομική προσωπικότητα και μη υποκείμενη σε εποπτεία από άλλες διοικητικές αρχές, διεξάγει το ίδιο τις δίκες που το αφορούν, πλην σε δίκες με αντικείμενο τη συνταγματικότητα και εν γένει το κύρος των διατάξεων βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη του Α.Σ.Ε.Π., πρέπει, κατ’ ανάλογη εν μέρει εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου της περ. β´ της παρ. 2 του άρθρου 21 του π.δ. 18/1989 και προς το συμφέρον της πλήρους και αποτελεσματικής διάγνωσης της υπόθεσης, να κοινοποιείται αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως και στον Υπουργό, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία εισαγωγής των διατάξεων αυτών και η εφαρμογή της νομοθεσίας στην οποία, ως εκ του περιεχόμενού τους, ανήκουν, προκειμένου, ενόψει του ευλόγου ενδιαφέροντός του για τη διατήρηση της ισχύος των διατάξεων αυτών, να ασκήσει παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης του Α.Σ.Ε.Π.. Ενόψει των ανωτέρω, η παράσταση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων στην παρούσα δίκη, στην οποία τίθενται ζητήματα ως προς τη συνταγματικότητα διατάξεων του Κεφαλαίου Ε΄ (άρθρα 53-67) του ν. 4589/2019 (Α΄ 13), με τις οποίες εισήχθη, κατόπιν υποβολής τροπολογίας από τον εν λόγω Υπουργό, νέο σύστημα διορισμού και προσλήψεων εκπαιδευτικών, μελών ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και ειδικού βοηθητικού προσωπικού (Ε.Β.Π.) της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, πρέπει να λογισθεί ως προφορική παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης προκήρυξης του Α.Σ.Ε.Π., κατ’ ανάλογη εν μέρει εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ. 18/1989 (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1660/2009 σκ. 5, 1943/2017 σκ. 3).

7. Επειδή, οι αιτούντες εκπαιδευτικοί, ανήκοντες σε κλάδους (ΠΕ02 Φιλολόγων και ΠΕ03 Μαθηματικών) της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη προκήρυξη, έχουν υποβάλει αιτήσεις συμμετοχής στη διαδικασία κατάταξης, στις οποίες έχουν δηλώσει ότι δεν κατέχουν εκπαιδευτική προϋπηρεσία, ενώ προσκομίζουν βεβαιώσεις του Α.Σ.Ε.Π., στις οποίες αναφέρεται ότι είχαν συγκεντρώσει την απαιτούμενη βαθμολογία βάσης σε διενεργηθέντες (κατά τα έτη 2004, 2006, 2008) βάσει προηγούμενης νομοθεσίας γραπτούς διαγωνισμούς για τον διορισμό εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ισχυρίζονται, ωστόσο, ότι αποκλείονται από κάθε δυνατότητα πρόσβασης σε θέση εκπαιδευτικού είτε μονίμου είτε αναπληρωτή, δεδομένου ότι, όπως εκθέτουν στο δικόγραφο της αιτήσεως, με τις διατάξεις του ν. 4589/2019 που θα αναφερθούν στη συνέχεια, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη προκήρυξη, οι έχοντες μεγάλη προϋπηρεσία, ιδίως δε όσοι έχουν δέκα και πλέον έτη προϋπηρεσίας ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί προτάσσονται στον αξιολογικό πίνακα κατάταξης, ανεξαρτήτως λοιπών προσόντων, των εκπαιδευτικών με μικρή ή χωρίς προϋπηρεσία, όπως οι αιτούντες, λαμβανομένου υπόψη και ότι με τις διατάξεις αυτές δεν προβλέπεται η πλήρωση των θέσεων με γραπτό διαγωνισμό ούτε προσμετράται η επιτυχία τους σε έναν ή περισσότερους γραπτούς διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π. που διενεργήθηκαν βάσει προηγούμενης νομοθεσίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι αιτούντες έχουν άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης και πρέπει να απορριφθούν τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το καθ’ ου Α.Σ.Ε.Π. και τον παρεμβαίνοντα Υπουργό.

8. Επειδή, στο Κεφάλαιο Ε΄ του ν. 4589/2019 με τίτλο “Σύστημα διορισμού και προσλήψεων εκπαιδευτικών, μελών ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και ειδικού βοηθητικού προσωπικού (Ε.Β.Π.) της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης” ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 53 ότι “Οι κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μελών Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (Ε.Β.Π.), καθώς και οι λειτουργικές ανάγκες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καλύπτονται με επιλογή προσωπικού που διενεργείται από το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) βάσει προτεραιότητας, σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα” ˙ στο άρθρο 54 ότι “1. Το Α.Σ.Ε.Π. προκηρύσσει και διενεργεί κάθε δύο (2) σχολικά έτη διαδικασία κατάταξης με σειρά προτεραιότητας, κατά κλάδο και ειδικότητα, των υποψηφίων για την πλήρωση των κενών θέσεων εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μελών Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π., καθώς και για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η προκήρυξη και η διαδικασία κατάταξης πραγματοποιούνται ύστερα από σχετικό αίτημα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, το οποίο διατυπώνεται, σύμφωνα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες, κατά κλάδο και ειδικότητα. Με την προκήρυξη καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη διεξαγωγή της διαδικασίας. 2. Στη διαδικασία γίνονται δεκτοί οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί και μέλη Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π. που διαθέτουν τα ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού στην πρωτοβάθμια ή τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 3. Πρόσθετο τυπικό προσόν πλήρωσης των κενών θέσεων εκπαιδευτικών και μελών Ε.Ε.Π. αποτελεί η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια, η οποία πιστοποιείται είτε πριν από τον διορισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 4, είτε μετά τον διορισμό, μέσω επιτυχούς παρακολούθησης ειδικών επιμορφωτικών προγραμμάτων. Οι υποψήφιοι οι οποίοι διαθέτουν πιστοποιημένη παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας, προτάσσονται των υποψηφίων που δεν τη διαθέτουν στους αξιολογικούς πίνακες κατάταξης. 4. Η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια πιστοποιείται: α) …, β) … 5. …”˙ στο άρθρο 55 ότι “Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση υποψηφιότητας για τον διορισμό τους ως μόνιμων ή / και την πρόσληψή τους ως αναπληρωτών ή ωρομίσθιων εκπαιδευτικών ή μελών Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π., με τον τρόπο που ορίζεται στη σχετική προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π.” ˙ στο άρθρο 56 ότι “1. Οι υποψήφιοι για διορισμό ή πρόσληψη κατατάσσονται κατά κλάδο και ειδικότητα […] στους ακόλουθους αξιολογικούς πίνακες κατάταξης, οι οποίοι ισχύουν έως τη λήξη του δεύτερου σχολικού έτους που έπεται της λήξης του σχολικού έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα η δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: α) Πίνακας Α΄ (Εκπαιδευτικών Γενικής Εκπαίδευσης). β) Πίνακας Β΄ (Εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης – Ε.Α.Ε.). γ) Πίνακας Γ΄ (Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π.) … 2. … 3. Κατά τη διάρκεια ισχύος τους, οι αξιολογικοί πίνακες κατάταξης δεν τροφοδοτούνται με νέα στοιχεία”˙ στο άρθρο 57 ότι “Ο αξιολογικός πίνακας Α΄ καταρτίζεται με βάση τα ακόλουθα προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, κατά φθίνουσα σειρά συνολικής βαθμολογίας, όπως αυτή προκύπτει από την αθροιστική βαθμολόγηση των κριτηρίων αυτών, ως εξής: α) Ακαδημαϊκά Προσόντα: εκατόν είκοσι (120) μονάδες κατ’ ανώτατο όριο, οι οποίες αναλύονται για τους κλάδους της ΠΕ κατηγορίας ως εξής: αα) Διδακτορικό δίπλωμα: σαράντα (40) μονάδες. ββ) Μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους: είκοσι (20) μονάδες. γγ) Δεύτερος μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους: οκτώ (8) μονάδες. δδ) Δεύτερο πτυχίο Α.Ε.Ι.: επτά (7) μονάδες. εε) Ο βαθμός του πτυχίου: για πτυχία με βαθμολογική κλίμακα από ένα (1) έως δέκα (10), το γινόμενο των μονάδων που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του βαθμού του πτυχίου, με στρογγυλοποίηση στο δεύτερο δεκαδικό ψηφίο, με συντελεστή δύο μονάδων και πέντε δεκάτων της μονάδας (2,5) και με ανώτατο όριο τις είκοσι πέντε (25) μονάδες. Σε περίπτωση που η κλίμακα είναι διαφορετική, ο βαθμός υπολογίζεται με αναγωγή στην κλίμακα αυτή. στστ) Άριστη γνώση έως δύο (2) ξένων γλωσσών: επτά (7) μονάδες για καθεμία (1) εξ αυτών. ζζ) Πολύ καλή γνώση έως δύο (2) ξένων γλωσσών: πέντε (5) μονάδες για καθεμία (1) εξ αυτών. ηη) Καλή γνώση έως δύο (2) ξένων γλωσσών: τρεις (3) μονάδες για καθεμία (1) εξ αυτών. θθ) Πιστοποιημένη γνώση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή Α´ επιπέδου (ενότητες Επεξεργασία Κειμένου, Υπολογιστικά Φύλλα και Υπηρεσίες Διαδικτύου): τέσσερις (4) μονάδες. ιι) Επιμόρφωση Α.Ε.Ι. ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα που εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, διάρκειας τουλάχιστον τριακοσίων (300) ωρών που πραγματοποιήθηκε σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον επτά (7) μηνών: δύο (2) μονάδες. β) Εκπαιδευτική προϋπηρεσία: εκατόν είκοσι (120) μονάδες κατ’ ανώτατο όριο, οι οποίες αναλύονται ως εξής: μία (1) μονάδα ανά μήνα πραγματικής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας έως κατ’ ανώτατο όριο εκατόν είκοσι (120) μήνες. γ) Κοινωνικά κριτήρια: αα) Αριθμός τέκνων: τρεις (3) μονάδες για κάθε τέκνο ανήλικο για το οποίο ο υποψήφιος έχει τη γονική μέριμνα και επιμέλεια ή άγαμο και δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό τρίτο (23ο) έτος της ηλικίας ή σπουδάζει σε Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή ομοταγές ίδρυμα της αλλοδαπής ή εκπληρώνει τη στρατιωτική του υποχρέωση και δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας του. ββ) Αναπηρία πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω του υποψηφίου ή του/της συζύγου, εφόσον ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερα (4) έτη, ή τέκνου: το γινόμενο των μονάδων το οποίο προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσοστού αναπηρίας με συντελεστή τεσσάρων δεκάτων (0,4) της μονάδας. Σε περίπτωση αναπηρίας περισσότερων προσώπων του προηγούμενου εδαφίου, λαμβάνεται υπόψη μόνο το ανώτερο ποσοστό αναπηρίας του ενός εξ αυτών. Η αναπηρία του υποψηφίου μοριοδοτείται εφόσον δεν οφείλεται κατά κανένα ποσοστό σε ψυχικές παθήσεις” ˙ στο άρθρο 61 ότι «1. Το Α.Σ.Ε.Π. καταρτίζει κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην οικεία προκήρυξη τους προσωρινούς αξιολογικούς πίνακες κατάταξης Α΄, Β΄ και Γ΄ (Γ1 και Γ2), καθώς και τον προσωρινό επικουρικό αξιολογικό πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 58, οι οποίοι αναρτώνται στις ιστοσελίδες του Α.Σ.Ε.Π. και του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. … 2. Οι υποψήφιοι μπορούν να υποβάλουν ένσταση κατά των ανωτέρω πινάκων σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επομένη της ανάρτησής τους στην ιστοσελίδα του Α.Σ.Ε.Π., σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις οικείες περί Α.Σ.Ε.Π. διατάξεις. 3. Ύστερα από τον έλεγχο των ενστάσεων, καταρτίζονται από το Α.Σ.Ε.Π. οι τελικοί αξιολογικοί πίνακες κατάταξης Α΄, Β΄ και Γ΄ (Γ1´ και Γ2´), καθώς και ο τελικός επικουρικός αξιολογικός πίνακας της παραγράφου 4 του άρθρου 58, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με την περίπτωση ιε΄ της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3469/2006 (Α΄ 131). 4. Για την κατάταξη των υποψηφίων στους αξιολογικούς πίνακες, σύμφωνα με τα κριτήρια των προηγούμενων άρθρων: … στ) Για τον υπολογισμό των μονάδων εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική διάρκεια της πραγματικής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας προσωρινού αναπληρωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 34 του άρθρου 6 του ν. 3027/2002 (Α΄ 152), της παρ. 4 του άρθρου 41 του ν. 3762/2009 (Α΄ 75) και της παρ. 4 του άρθρου 23, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 6 και την παρ. 1. β του άρθρου 17 του ν. 3699/2008 (Α´ 199), που έχει πραγματοποιηθεί σε κλάδο της ίδιας εκπαιδευτικής κατηγορίας (ΠΕ, ΤΕ ή ΔΕ) με τον κλάδο για τον οποίο τίθεται η υποψηφιότητα. ζ) … η) Σε περίπτωση ισοβαθμίας των υποψηφίων στον συνολικό βαθμό, προηγείται κατά σειρά ο υποψήφιος ο οποίος έχει περισσότερες μονάδες: αα) στα κοινωνικά κριτήρια και αν και αυτές συμπίπτουν, ο υποψήφιος που έχει περισσότερες μονάδες στο κριτήριο της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 57, ββ) στα ακαδημαϊκά κριτήρια και αν και αυτές συμπίπτουν, ο υποψήφιος με το μεγαλύτερο βαθμό πτυχίου, γγ) στο κριτήριο της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας. Εφόσον δεν καταστεί δυνατή η επιλογή με βάση τα ανωτέρω κριτήρια, διενεργείται από το Α.Σ.Ε.Π. κλήρωση μεταξύ των ισοβαθμησάντων”˙ στο άρθρο 62 ότι “1. Οι υποψήφιοι που εντάσσονται στους τελικούς αξιολογικούς πίνακες Α΄, Β΄ και Γ´ (Γ1΄ και Γ2΄) μπορεί να διορίζονται κατά τη διάρκεια της ισχύος τους, ανάλογα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες, σε κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μελών Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π., εφόσον πληρούν τα γενικά προσόντα διορισμού και δεν συντρέχουν στο πρόσωπό τους κωλύματα διορισμού στο Δημόσιο. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών καθορίζεται ο αριθμός των κενών θέσεων εκπαιδευτικών, μελών Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π. που πρόκειται να καλυφθούν, κατά κλάδο και ειδικότητα ή ειδίκευση. … 3. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ανακοινώνεται ο αριθμός, κατά κλάδο και ειδικότητα ή ειδίκευση, καθώς και περιοχή διορισμού, των θέσεων που πρόκειται να καλυφθούν και καλούνται οι υποψήφιοι που είναι εγγεγραμμένοι στους τελικούς αξιολογικούς πίνακες να υποβάλουν δήλωση προτίμησης για μόνιμο διορισμό σε συγκεκριμένες περιοχές διορισμού, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία που ορίζεται στην ίδια απόφαση. Η ανωτέρω δήλωση προτίμησης υποβάλεται άπαξ και είναι αμετάκλητη. 4. Ο διορισμός των εκπαιδευτικών και μελών Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π. διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, βάσει της σειράς κατάταξής τους στους τελικούς αξιολογικούς πίνακες, καθώς και των δηλωθεισών προτιμήσεων. … 5. …. 6. … 7. …”˙ στο άρθρο 63 ότι “1. Οι υποψήφιοι που εντάσσονται στους τελικούς αξιολογικούς πίνακες Α΄, Β΄ και Γ΄ (Γ1´ και Γ2´), καθώς και στον τελικό επικουρικό αξιολογικό πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 58, μπορεί να προσλαμβάνονται ως προσωρινοί αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας έως ενός (1) διδακτικού έτους, προκειμένου να καλυφθούν λειτουργικές ανάγκες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αν για οποιαδήποτε αιτία απουσιάζουν από σχολικές μονάδες εκπαιδευτικοί ή μέλη Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π. ή δημιουργηθούν έκτακτα λειτουργικά κενά κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους. Αν οι προβλεπόμενες από το πρόγραμμα ώρες διδασκαλίας και ασκήσεων στο ίδιο σχολείο της ίδιας πόλης ή περιοχής μετάθεσης είναι περισσότερες από οκτώ (8) και λιγότερες από δεκαέξι (16) και δεν δικαιολογούν τον διορισμό μόνιμου εκπαιδευτικού, προσλαμβάνονται προσωρινοί αναπληρωτές εκπαιδευτικοί με μειωμένο ωράριο διδασκαλίας. 2. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων καλούνται κατ’ έτος οι υποψήφιοι που είναι εγγεγραμμένοι στους τελικούς αξιολογικούς πίνακες να υποβάλουν δήλωση προτίμησης για πρόσληψη ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι σε συγκεκριμένες περιοχές διορισμού, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία που ορίζεται στην ίδια απόφαση. Η ανωτέρω δήλωση προτίμησης υποβάλεται άπαξ κατ’ έτος και είναι αμετάκλητη. 3. Η πρόσληψη αναπληρωτών εκπαιδευτικών ή μελών Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π. διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, βάσει της σειράς κατάταξης των υποψηφίων στους τελικούς αξιολογικούς πίνακες, καθώς και των δηλωθεισών προτιμήσεων. … 4. Υποψήφιος εκπαιδευτικός ή μέλος Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π. που προσλαμβάνεται ως αναπληρωτής παραμένει εγγεγραμμένος στους οικείους τελικούς αξιολογικούς πίνακες και δύναται να διοριστεί καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των πινάκων. … 5. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αντικειμενικοί λόγοι δεν επιτρέπουν την πρόσληψη προσωρινού αναπληρωτή, προσλαμβάνονται, ύστερα από δήλωση προτίμησης σύμφωνα με την παράγραφο 2, ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διάρκειας έως ενός (1) διδακτικού έτους. Η πρόσληψη ωρομίσθιων εκπαιδευτικών γίνεται από τον οικείο Διευθυντή Εκπαίδευσης βάσει της σειράς κατάταξης των υποψηφίων στους τελικούς αξιολογικούς πίνακες, καθώς και των δηλωθεισών προτιμήσεων. 6. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις εκτάκτων και επειγόντων λόγων δημοσίου συμφέροντος μπορούν να προσλαμβάνονται προς κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της εκπαίδευσης ως προσωρινοί αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι υποψήφιοι που είναι ενταγμένοι στους προσωρινούς αξιολογικούς πίνακες, σύμφωνα με τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων, και μέχρι την έκδοση των τελικών πινάκων. 7. … 8. Η υπηρεσία που προσφέρθηκε με την ιδιότητα του αναπληρωτή ή του ωρομισθίου λογίζεται ως πραγματική δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και λαμβάνεται υπόψη μετά τον μόνιμο διορισμό στη δημόσια εκπαίδευση για κάθε συνέπεια»˙ στο άρθρο 66 ότι “1. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου: α) Η προκήρυξη της παραγράφου 1 του άρθρου 54 εκδίδεται το αργότερο εντός ενός (1) μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος. β) … γ) … δ) …. 2. …”˙ και τέλος στο άρθρο 67 ορίζεται ότι καταργούνται – μεταξύ άλλων – οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 4, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 4Α, τα άρθρα 5 και 5Α, τα άρθρα 8 και 9 και το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 47 του ν. 3848/2010 (περ. γ´). Εξ άλλου, στο άρθρο 6 παρ. 34 του ν. 3027/2002, όπως ισχύει, ορίζονται τα εξής: “34. α. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται προϋπηρεσία προσωρινού αναπληρωτή ή ωρομίσθιου εκπαιδευτικού, νοείται αυτή που προσφέρθηκε: α) στα δημόσια σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, β) στα Μουσικά Σχολεία, γ) στα Τμήματα Αθλητικών Διευκολύνσεων, δ) στις Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής, ε) στα Ναυτικά Λύκεια, στ) στα Μεταλυκειακά Προπαρασκευαστικά Κέντρα, ζ) στα Ολοήμερα Σχολεία Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, η) στα Εκκλησιαστικά Σχολεία, θ) στη Σιβιτανίδειο Δημόσια Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων, ι) σε θέσεις μονίμων εκπαιδευτικών πριν από την αποχώρησή τους, εφόσον έχει προσφερθεί μέχρι 31.8.2005, ια) για την εφαρμογή του προγράμματος της Ολυμπιακής Εκπαίδευσης, ιβ) για την εφαρμογή των προγραμμάτων ενισχυτικής διδασκαλίας και πρόσθετης διδακτικής στήριξης, ιγ) στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας (Σ.Δ.Ε.) του άρθρου 5 του ν. 2525/1997 (ΦΕΚ 188/Α΄), ιδ) (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 8 του ν. 4076/2012 – Α΄ 159) στα δημόσια σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που τελούν υπό τη διοικητική εποπτεία του αρμόδιου, σε κάθε κράτος, Υπουργείου των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιφυλασσόμενης της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 8 του ν. 2817/ 2000. ιε) στις σχολές τουριστικής εκπαίδευσης Τ.Ε.Ε. του Οργανισμού Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Ο.Τ.Ε.Κ.), ιστ) στις σχολικές μονάδες του Εθνικού Ιδρύματος Απροσάρμοστων Παίδων Κρήτης, μετά την υπαγωγή τους στο Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 3699/2008 (ΦΕΚ 199 Α΄), για την υλοποίηση προγραμμάτων για άτομα με ειδικές ανάγκες (Α.Μ.Ε.Α.) (όπως οι περ. ιε’ και ιστ’ προστέθηκαν με το άρθρο 6 του ν. 3848/2010 – Α΄ 71), ιζ) (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 59 του ν. 3966/2011 – Α΄ 118) για την εφαρμογή καινοτόμων προγραμμάτων και λοιπών εκπαιδευτικών δράσεων σε δημόσια σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που υλοποιούνται από το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων Πράξεων του Επιχειρησιακού Προγράμματος (Ε.Π.) «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (Ε.Σ.Π.Α.). β. …”. Σχετικές διατάξεις για την αναγνώριση της προϋπηρεσίας αναπληρωτών εκπαιδευτικών προβλέπονται και στην παρ. 4 του άρθρου 41 του ν. 3762/2009 και στην παρ. 4 του άρθρου 23, σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 6 και την παρ. 1. β´ του άρθρου 17 του ν. 3699/2008.

9. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας με την οποία εισήχθησαν οι παραπάνω διατάξεις του ν. 4589/2019 αναφέρονται τα εξής: “… Πρόκειται για ένα σύστημα επιλογής προσωπικού το οποίο θα διέπει εφεξής κατά πάγιο τρόπο τη διαδικασία διορισμού ή πρόσληψης εκπαιδευτικών, θέτοντας τέλος στη μακρά περίοδο εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του ν. 3848/2010 (Α΄ 71), σύμφωνα με την αρχή του κράτους δικαίου και τη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε ανεπίτρεπτη την εξακολούθηση της εφαρμογής των μεταβατικών αυτών διατάξεων πέραν του σχολικού έτους 2018-2019 (1883/2017 απόφαση του Γ΄ Τμήματος). Το προτεινόμενο σύστημα προβλέπει διαδικασία κατάταξης των υποψηφίων σε αξιολογικούς πίνακες βάσει σειράς προτεραιότητας και όχι με γραπτό διαγωνισμό, κάτι το οποίο απλοποιεί και επιταχύνει σημαντικά τις σχετικές διαδικασίες. Σε κάθε περίπτωση, το προτεινόμενο σύστημα, με κατάταξη των υποψηφίων από το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), είναι σύμφωνο με τις συνταγματικές αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και της αξιοκρατίας και, ειδικότερα, της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας κάθε έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 103 παρ. 7 του Συντάγματος, καθώς θέτει προκαθορισμένα, αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια για την κατάταξη των υποψηφίων, τα οποία αφορούν τα ακαδημαϊκά τους προσόντα και την εκπαιδευτική προϋπηρεσία, αλλά και κοινωνικά κριτήρια. Ειδικότερα, για την εκπαιδευτική προϋπηρεσία μοριοδοτείται η προϋπηρεσία για χρονικό διάστημα έως 120 μήνες, το οποίο αποτελεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα μοριοδότησης των εκπαιδευτικών που έχουν μακρά προϋπηρεσία και, ως εκ τούτου, διαθέτουν εμπειρία και έχουν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην εκπαίδευση, το δε χρονικό διάστημα των 120 μηνών στην παρούσα χρονική περίοδο ταυτίζεται ουσιαστικά με το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τον τελευταίο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. για τον διορισμό εκπαιδευτικών το έτος 2008 μέχρι σήμερα, δηλαδή το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν υπήρχε, λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών, η δυνατότητα διεκδίκησης διορισμού σε μόνιμη θέση από τους υποψηφίους. Στο πλαίσιο αυτό, η ισόρροπη προσμέτρηση ακαδημαϊκών προσόντων σε συνδυασμό με την προϋπηρεσία εξασφαλίζει τη βέλτιστη επιλογή έμπειρου και επιστημονικά καταρτισμένου εκπαιδευτικού προσωπικού και ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα διεκδίκησης θέσεων σε υποψηφίους με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα με ελάχιστη ή μηδενική προϋπηρεσία. Περαιτέρω, με τη μοριοδότηση των κοινωνικών κριτηρίων, εκδηλώνεται η πρόνοια του νομοθέτη για την προστασία της οικογένειας και των ατόμων με αναπηρία”.

10. Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το λαό·… Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο»· κατά την παρ. 7, προστεθείσα με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής: «Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, …, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. …».

11. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 527/2015 Ολ., 3593/2008 Ολ.), με την παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος κατοχυρώνονται οι αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά το διορισμό των δημόσιων υπαλλήλων, οι οποίες συνάγονται, καταρχήν, και από τις γενικότερες διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου και αποτελούν ειδικότερη έκφραση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντάγματος). Ειδικότερα, η πρόσληψη υπαλλήλων α) γίνεται με δύο τρόπους, είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και β) υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Ο έλεγχος μπορεί είτε να είναι πλήρης, είτε να αφορά τη νομιμότητα της διαδικασίας του διαγωνισμού ή της επιλογής και να περιλαμβάνει τον έλεγχο νομιμότητας της πράξης με την οποία τελειούται η οικεία, κατά περίπτωση, διαδικασία· μέσω δε αυτού, ενόψει της φύσεως της διαδικασίας ως σύνθετης διοικητικής ενέργειας, ελέγχεται η νομιμότητα και των προηγούμενων σταδίων αυτής.

12. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει παγίως κριθεί, οι αρχές της ισότητας και της ίσης προσβάσεως στις δημόσιες θέσεις, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, αποτελούν συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την Διοίκηση, όταν θεσπίζει κανονιστικές ρυθμίσεις. Η παραβίαση των συνταγματικών αυτών αρχών ελέγχεται δικαστικώς, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με την μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους. Τέλος, ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει το ειδικότερο ουσιαστικό περιεχόμενο των ανωτέρω κριτηρίων, έχοντας την ευχέρεια, εφόσον κατά την κρίση του εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, ακόμη και να μεταβάλλει προϊσχύοντες κανόνες δικαίου, αδιαφόρως αν θίγονται δικαιώματα, συμφέροντα ή προσδοκίες στηριζόμενα σε αυτούς, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο απρόσωπο και αντικειμενικό (βλ. ΣτΕ 1738/2019, 1277/2018, 711/2017 Ολομ., 3373/2015 Ολομ., 2151/2015 Ολομ. κ.ά.).

13. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η θέσπιση με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ε΄ του ν. 4589/2019 συστήματος επιλογής μονίμων εκπαιδευτικών από το Α.Σ.Ε.Π. βάσει προτεραιότητας και όχι βάσει γραπτού διαγωνισμού έρχεται σε αντίθεση με τη σταθερή βούληση του νομοθέτη και την παγιωθείσα αντίληψή του διαχρονικά μετά τον ν. 1566/1985 (βλ. αρ. 6 ν. 2525/1997, 1 ν. 2834/2000, 7 ν. 3027/2002, 6 ν. 3255/2004, 1 ν. 3848/2010) για την επιλογή των προσώπων που θα στελεχώσουν την δημόσια εκπαίδευση κατόπιν διενέργειας γραπτού διαγωνισμού που ικανοποιεί απόλυτα την συνταγματική επιταγή του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος για αξιοκρατική επιλογή κατόπιν διαφανούς διαδικασίας και αντικειμενικής κρίσης υπό την εγγύηση της αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής (Α.Σ.Ε.Π.), όπως, άλλωστε, έχει κριθεί με αποφάσεις του Δικαστηρίου (βλ. αντί άλλων ΣτΕ 4303/2015 σκ. 11). Και ναι μεν οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος αναφέρονται και στην επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ως σύστημα πρόσληψης μονίμων υπάλληλων, πλην η προσφυγή του νομοθέτη στο σύστημα αυτό δεν μπορεί να μην ικανοποιεί τις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητας και της διαφάνειας και, συνεπώς, το υιοθετηθέν με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 4589/2019 σύστημα επιλογής βάσει προτεραιότητας, το οποίο, για τους λόγους που εκτίθενται στην αίτηση ακυρώσεως, αντίκειται στις αρχές αυτές, δεν είναι συμβατό με το άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος.

14. Επειδή, όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος καθώς και από τις συζητήσεις της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (βλ. Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΡΜΕ΄, 21.3.2001, απόγευμα, σελ. 6224 και Πρακτικά Συνεδριάσεων της Επιτροπής Αναθεώρησης, 17.10.2000, σελ. 565), ο αναθεωρητικός νομοθέτης προέβλεψε, εναλλακτικά, τον διαγωνισμό ή την επιλογή, σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ως ισοδύναμους τρόπους στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, αφήνοντας τον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση νόμου κανονιστικώς δρώσα διοίκηση να προκρίνει αυτόν που, κατά την ουσιαστική και ανέλεγκτη ακυρωτικά κρίση τους, είναι ο πλέον κατάλληλος για την πρόσληψη του προσωπικού του εκάστοτε φορέα. Ενόψει δε του ότι ούτε το ως άνω άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος ούτε άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή επιβάλλουν στον νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση να θεσπίζουν αμιγώς διαγωνιστική διαδικασία για την αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων για διορισμό στο Δημόσιο, μεταξύ των οποίων και των υποψηφίων εκπαιδευτικών της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (βλ. ΣτΕ 2067/2012, 660/2011, 617/2009, 3386/2008), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας, από την άποψη αυτή, του θεσπισθέντος με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ε΄ του ν. 4589/2019 συστήματος διορισμού των μονίμων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με επιλογή βάσει σειράς προτεραιότητας. Διάφορο δε είναι το ζήτημα – το οποίο θα εξεταστεί σε επόμενη σκέψη – αν τα κριτήρια που προέκρινε, εν προκειμένω, ο νομοθέτης για τη διακρίβωση της ικανότητας των υποψηφίων εκπαιδευτικών να ανταποκριθούν στις ανάγκες του εκπαιδευτικού έργου, συνάδουν με τις επικληθείσες από τους αιτούντες συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Και τούτο διότι τυχόν αντισυνταγματικότητα των κριτηρίων αυτών, δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αιτούντες, ότι ως μόνος συνταγματικώς αποδεκτός τρόπος διορισμού των εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι ο γραπτός διαγωνισμός. Εξ άλλου, ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται από προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις (βλ. άρθρο 6 ν. 2525/1997 – Α´ 188 και άρθρο 1 ν. 3848/2010 – Α´ 71), με τις οποίες είχε προβλεφθεί ο γραπτός διαγωνισμός ως πάγιος τρόπος διορισμού των μονίμων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διότι, όπως έχει παγίως κριθεί (βλ. ΣτΕ 376/2013, 1786/2012, 171/2006, 1434, 4388/2005, 1446/2003, 3675/2001, 2347, 2705/2000, 12/1999 επτ., 6/1999 επτ.), η διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, πρόσκομμα για τη μεταβολή του, δεδομένου ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, όπου θέλησε να θεσπίσει περιορισμούς στο περιεχόμενο της ρυθμιστικής δράσης του κοινού νομοθέτη, εκφράσθηκε ρητά και ειδικά (άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος) και, συνεπώς, ένας γενικός περιορισμός της νομοθετικής λειτουργίας που θα στηριζόταν σε μόνο το επισφαλές κριτήριο του ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων χαρακτήρα μιας υφισταμένης ρύθμισης, θα κατέληγε, ενόψει της ευρύτητάς του, στη διαιώνισή της και θα οδηγούσε στην παράλυση της δράσης του νομοθέτη και τη ματαίωση της, κατά το Σύνταγμα, αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις, σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, όπως διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, τόσο από την αιτιολογική έκθεση των επίμαχων διατάξεων, όσο και από τις συζητήσεις επί του νομοσχεδίου στην Βουλή (βλ. Πρακτικά Βουλής ΙΖ΄ Περιόδου, Συνόδου Δ΄, Συνεδρίασης ΝΖ΄, της 17.1.2019, σελ. 2790, 2791) και στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων (Βλ. Πρακτικό της 9.1.2019) προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε, εν προκειμένω, επιβεβλημένη η αντικατάσταση του γραπτού διαγωνισμού από την επιλογή με σειρά προτεραιότητας (ανάγκη για απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας, εκτίμηση ότι ο γραπτός διαγωνισμός δεν επιτελεί επιστημονικά και παιδαγωγικά τον ρόλο που πρέπει να έχει για τους εκπαιδευτικούς). Η δε ορθότητα της παραπάνω ουσιαστικής επιλογής του νομοθέτη είναι ακυρωτικά ανέλεγκτη και, για τον λόγο αυτόν, πλήττεται απαραδέκτως με την υπό κρίση αίτηση. Ενόψει των ανωτέρω, ο προεκτεθείς λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

15. Επειδή, ακολούθως, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 57 περ. β΄ του ν. 4589/2019, στην οποία ορίζεται ότι η εκπαιδευτική προϋπηρεσία μοριοδοτείται με 120 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο (1 μονάδα ανά μήνα πραγματικής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας έως κατ’ ανώτατο όριο 120 μήνες) σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 περ. στ΄ του ίδιου νόμου, στην οποία ορίζεται ότι για τον υπολογισμό των μονάδων εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική διάρκεια της πραγματικής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας προσωρινού αναπληρωτή (όπως προβλέπεται στα άρθρα 6 παρ. 34 του ν. 3027/2002, 41 παρ. 4 του ν. 3762/2009, 23 παρ. 4, 6 παρ. 2 και 17 παρ. 1.β´ του ν. 3699/2008) παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5, 25 και 103 παρ. 7 του Συντάγματος. Ειδικότερα, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η μοριοδότηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας σε τέτοιο ύψος (έως 120 μόρια) έχει ως αποτέλεσμα η προϋπηρεσία αυτή να ανάγεται στο κυρίαρχο κριτήριο διορισμού, καθώς υπερβαίνει κάθε προηγούμενη μοριοδότηση (όπως π.χ. τους 84 μήνες που ισχύουν για τις προσλήψεις στο Δημόσιο), ενώ προσδίδει ασυναγώνιστο πλεονέκτημα στους εκπαιδευτικούς που διαθέτουν εμπειρία δέκα ή περισσοτέρων ετών, με δεδομένο ότι εκπαιδευτικός με 120 μονάδες λόγω της προϋπηρεσίας του προτάσσεται με βεβαιότητα συνυποψηφίου του που υπερέχει σε ακαδημαϊκά προσόντα (ακόμη και διαθέτοντας το σύνολο αυτών), αφού στον πρώτο προστίθεται και η μοριοδότηση από τον βαθμό του πτυχίου του, το οποίο αναμφίβολα διαθέτει. Ενόψει αυτών, το επίμαχο σύστημα διορισμού δεν έχει, κατά τους αιτούντες, καθολικό χαρακτήρα, διότι δεν παρέχει, κατ’ ουσίαν, ευκαιρία συμμετοχής και επιτυχίας και στους εκπαιδευτικούς χωρίς προϋπηρεσία, αλλά προωθεί για διορισμό τους έχοντες προϋπηρεσία και μόνον και ειδικότερα μια κλειστή και οριοθετημένη ομάδα εκπαιδευτικών, οι οποίοι προσελήφθησαν ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί τα τελευταία έτη, χωρίς η πρόσληψή τους να έχει γίνει με αξιοκρατικές διαδικασίες υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., όπως έχει γίνει δεκτό και με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η δε εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την κτήση της προϋπηρεσίας αυτής, συμμετοχή του Α.Σ.Ε.Π. στη διαδικασία διορισμού, χωρίς να παρέχεται σ’ αυτό η δυνατότητα να ελέγξει αν παρασχέθηκε πραγματικά ή όχι, δεν μπορεί να αποτελέσει, κατά τα προβαλλόμενα από τους αιτούντες, αξιόπιστο μέτρο κρίσης της αξίας του εκπαιδευτικού που επικαλείται ως προσόν την προϋπηρεσία αυτή.

16. Επειδή, το προβλεπόμενο στο κεφάλαιο Ε΄ του ν. 4589/2019 σύστημα διορισμών και προσλήψεων εκπαιδευτικού προσωπικού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση υιοθετήθηκε σε αντικατάσταση προηγούμενου θεσπισθέντος με τον ν. 3848/2010, οι πάγιες διατάξεις του οποίου όριζαν ότι οι εν λόγω διορισμοί και προσλήψεις θα γίνονταν βάσει διενεργούμενου, ανά τριετία, διαγωνισμού από το Α.Σ.Ε.Π. (βλ. άρθρα 1-2). Ωστόσο, οι πάγιες διατάξεις του νόμου αυτού ουδέποτε εφαρμόσθηκαν, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί, κατά τον χρόνο ισχύος του, η προβλεπόμενη σ’ αυτές διαγωνιστική διαδικασία. Αντί των πάγιων διατάξεων, εφαρμόσθηκαν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 9 του νόμου αυτού μεταβατικές, σύμφωνα με τις οποίες, έως ότου διενεργηθεί διαγωνισμός από το Α.Σ.Ε.Π., οι μεν διορισμοί μονίμων εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα γίνονταν, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, σε ποσοστό 60% από τους ισχύοντες πίνακες διοριστέων εκπαιδευτικών του Α.Σ.Ε.Π. και σε 40% από ενιαίους πίνακες αναπληρωτών με πραγματική προϋπηρεσία (παρ. 1), οι δε προσλήψεις αναπληρωτών θα γίνονταν από τους ισχύοντες κατά τη δημοσίευση του ως άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19.5.2010) ενιαίους πίνακες αναπληρωτών (παρ. 2 και 3). Η μεταβατική αυτή περίοδος, ορισθείσα αρχικά έως και το σχολικό έτος 2011-2012, παρατάθηκε διαδοχικά έως και το σχολικό έτος 2017-2018 [βλ. υπουργικές αποφάσεις 21406/Δ2/2012 (Β΄ 615), 49104/Δ1/2013 (Β΄ 1017), 80110/Δ1/2014 (Β΄ 1435), 130262/Ε1/2015 (Β΄ 1765), 139997/Ε2/ 2016 (Β΄ 2845), 20351/Ε2/2018 (Β΄ 617)]. Με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η μεταβατική διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3848/2010, κατά το μέρος που προέβλεπε ότι οι διορισμοί μονίμων εκπαιδευτικών γίνονται, κατά τον χρόνο που αυτή ίσχυε, σε ποσοστό 40% από ενιαίους πίνακες αναπληρωτών με πραγματική προϋπηρεσία, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των διορισμών από τους πίνακες διοριστέων του διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (άρθρα 4 παρ. 1 και 103 παρ. 7 του Συντάγματος)˙ τούτο διότι, πρώτον, οι διορισμοί αυτοί δεν υπέκειντο στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., και, δεύτερον, η απόκτηση της προϋπηρεσίας αυτής, αν και επιτρεπτώς κατ’ αρχήν λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να προσαυξηθεί η βαθμολογία σε διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. για τον διορισμό σε θέσεις μονίμων εκπαιδευτικών, ωστόσο αναγόταν σε προσλήψεις αναπληρωτών ή ωρομισθίων, οι οποίες δεν είχαν υπαχθεί στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής και, ενόψει και των σχετικών διάσπαρτων στη νομοθεσία διατάξεων, δεν προκύπτει ότι είχαν γίνει με αξιοκρατικές εγγυήσεις. Οι δε μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 2 και 3 του ν. 3848/2010 για τις προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών κρίθηκαν συνταγματικώς ανεκτές, αρχικώς, με την 4303/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό τις προϋποθέσεις, πρώτον, ότι η λειτουργία του μεταβατικού αυτού συστήματος θα περιοριζόταν σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα έως την εφαρμογή του πάγιου συστήματος, η προϋπόθεση δε αυτή συνέτρεχε έως και το σχολικό έτος 2015-2016, δεδομένου ότι καθ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής των μεταβατικών ρυθμίσεων είχαν θεσπισθεί σημαντικότατοι περιορισμοί στους διορισμούς μονίμου προσωπικού του Δημοσίου, δεύτερον, ότι το σύστημα αυτό στηριζόταν σε προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια επιλογής των προσλαμβανομένων, δηλαδή στα κριτήρια της προϋπηρεσίας και της λήψης της βαθμολογικής βάσης σε διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π., τα οποία συνάδουν προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, και τρίτον, ότι η εφαρμογή του συστήματος αυτού δεν αφορούσε διορισμούς μονίμων εκπαιδευτικών, αλλά προσλήψεις προσωπικού με σχέσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες ήταν απολύτως αναγκαίες για λόγους δημοσίου συμφέροντος επείγοντος χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία των σχολικών μονάδων με την άμεση κάλυψη των σχετικών κενών. Ακολούθως, με την 1882/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις δεν είχαν αρθεί ούτε κατά το σχολικό έτος 2016-2017 για τους εξής λόγους: αφενός λόγω της επέκτασης των περιορισμών στους διορισμούς μονίμου προσωπικού του Δημοσίου έως και το τέλος του 2018, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο διορισμός μονίμων εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση βάσει των παγίων διατάξεων του ν. 3848/2010 έως και το σχολικό έτος 2018-2019, το οποίο κρίθηκε ως το απώτατο προβλέψιμο όριο εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του νόμου αυτού, πέραν του οποίου η μη εφαρμογή των παγίων διατάξεων αυτού θα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου, της στελέχωσης των δημοσίων υπηρεσιών με μονίμους υπαλλήλους και τη συνταγματική απαγόρευση της κατάχρησης σχέσεων ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων αναγκών, αφετέρου λόγω της ειδικής μέριμνας που έλαβε ο νομοθέτης με τις διατάξεις των άρθρων τρίτου του ν. 4395/2016 (Α´ 110) και 46 παρ. 1 του ν. 4465/2017 (Α´ 47) για την πλήρη υπαγωγή της διοικητικής διαδικασίας κατάρτισης των πινάκων αναπληρωτών σε έλεγχο νομιμότητας από το Α.Σ.Ε.Π., από τον οποίο δεν εξαιρείται η ληπτέα υπόψη προϋπηρεσία των υποψηφίων σε ό,τι αφορά την απόκτησή της.

17. Επειδή, ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, εισήγαγε με τις προεκτεθείσες διατάξεις του κεφαλαίου Ε΄ του ν. 4589/2019 πάγιο σύστημα για την εφεξής επιλογή του εκπαιδευτικού προσωπικού (μονίμων, αναπληρωτών και ωρομισθίων) της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατόπιν συμμετοχής των υποψηφίων σε προκήρυξη που εκδίδεται ανά διετία και κατάταξής τους σε αξιολογικούς πίνακες βάσει σειράς προτεραιότητας, η οποία καθορίζεται ανάλογα με τη βαθμολογία τους σε προκαθορισμένα, μοριοδοτούμενα κριτήρια [ακαδημαϊκά προσόντα, εκπαιδευτική προϋπηρεσία, κοινωνικά κριτήρια (αριθμός τέκνων, αναπηρία)]. Από τους αξιολογικούς αυτούς πίνακες και κατά τη διάρκεια της ισχύος τους διενεργούνται οι διορισμοί των μονίμων εκπαιδευτικών και οι προσλήψεις των αναπληρωτών και ωρομισθίων, ανάλογα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως προσδιορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας και Οικονομικών. Εξ άλλου, όπως έχει παγίως κριθεί (βλ. ΣτΕ 527/2015 Ολ., 3593/2008 Ολ., 2962/2014, 3462/2007, 3675/2001, 2705/2000), η εκπαιδευτική προϋπηρεσία αποτελεί γενικό και αντικειμενικό κριτήριο επιλογής, καθώς συνάπτεται άμεσα με την ικανότητα των υποψηφίων να ασκήσουν με επιτυχία τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα και συνάδει με τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας. Την προϋπηρεσία αυτή διαθέτουν, κατά μείζονα λόγο, οι εκπαιδευτικοί που έχουν υπηρετήσει ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι στη δημόσια εκπαίδευση και έχουν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες σ’ αυτήν ιδίως κατά την περίοδο 2011-2018, κατά την οποία, λόγω των επιβληθέντων δημοσιονομικών περιορισμών, ήταν εξαιρετικά δυσχερής έως αδύνατη η εφαρμογή του πάγιου συστήματος διορισμών που προέβλεπε ο ν. 3848/2010 (βλ. ΣτΕ 4303/2015, 1882/2017). Η ως άνω κτηθείσα εκπαιδευτική προϋπηρεσία των αναπληρωτών ή ωρομισθίων εκπαιδευτικών, ναι μεν δεν είχε υπαχθεί πριν από την ισχύ του άρθρου τρίτου του ν. 4395/2016 σε έλεγχο νομιμότητας από το Α.Σ.Ε.Π., τούτο όμως δεν συνιστά λόγο μη προσμέτρησής της ως πραγματικής προϋπηρεσίας, εφόσον έχει όντως παρασχεθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι στις αρμοδιότητες του Α.Σ.Ε.Π. περιλαμβάνεται και ο έλεγχος, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν υποβολής ενστάσεως, των δικαιολογητικών των υποψηφίων, συνεπώς και η ύπαρξη ή μη της επικαλούμενης από αυτούς προϋπηρεσίας [βλ. αρ. 61 του ν. 4589/2019 και την παρ. 5 της 37693/Ε1/6.3.2019 κοινής απόφασης των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Β´ 864)]. Ενόψει των ανωτέρω, η προηγούμενη αυτή προϋπηρεσία των αναπληρωτών και ωρομισθίων εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση δικαιολογεί κατ’ αρχήν τη διαφορετική βαθμολογική μεταχείριση που εισάγει η παραπάνω διάταξη του άρθρου 57 του ν. 4589/2019, των υποψηφίων που την κατέχουν έναντι των υποψηφίων που δεν την κατέχουν και που είναι πιθανόν να έχουν αποκοπεί από τον χώρο της εκπαίδευσης. Από καμία, εξάλλου, συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν συνάγεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να επιφυλάσσει υπέρ των υποψηφίων με μικρή ή μηδαμινή προϋπηρεσία ποσοστό από τις προκηρυσσόμενες θέσεις στη δημόσια διοίκηση. Άλλωστε, με το σύστημα μοριοδότησης που καθιερώνει ο ν. 4589/2019 παρέχεται στους παραπάνω υποψηφίους η δυνατότητα αντιστάθμισης της ελλείπουσας ή μικρής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας μέσω άλλων κριτηρίων επιλογής και ιδίως με την προσμέτρηση των ακαδημαϊκών τους προσόντων, για τα οποία καθορίζεται ανώτατο όριο στο ίδιο ύψος (120 μόρια) με αυτό της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας. Σε κάθε περίπτωση, οι υποψήφιοι που, βάσει της συνολικής βαθμολογίας τους, δεν θα καταταγούν σε θέσεις που θα τους επέτρεπαν, εντός του χρόνου διάρκειας των αξιολογικών πινάκων προτεραιότητας, να διορισθούν σε θέσεις μονίμων εκπαιδευτικών, διατηρούν, πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 63 του ν. 4589/2019, δυνατότητα πρόσληψής τους ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι, και, ως εκ τούτου, δύνανται να αποκτήσουν και να χρησιμοποιήσουν σε μελλοντικές προκηρύξεις πλήρωσης θέσεων μονίμων εκπαιδευτικών την προϋπηρεσία αυτή, η οποία, ιδίως σε δυσπρόσιτες σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και σε σχολικές μονάδες που λειτουργούν σε καταστήματα κράτησης, υπολογίζεται σε δύο μονάδες, αντί μιας, ανά μήνα πραγματικής προϋπηρεσίας έως κατ’ ανώτατο όριο 60 μήνες (βλ. αρ. 42 του ν. 4962/2020, Α΄ 111/12.6.2020, με το οποίο αντικαταστάθηκε η περ. β΄ του άρθρου 57 του ν. 4589/2019, η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 138 του ν. 4962/2020 αρχίζει από το σχολικό έτος 2020-2021). Η στελέχωση δε των θέσεων αυτών αποτελεί αντικείμενο εντόνου κρατικού ενδιαφέροντος, καθώς αποσκοπεί στην εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας (βλ. ΣτΕ 1738/2019). Τέλος, ο καθορισμός των 120 μονάδων που αντιστοιχούν σε 120 μήνες πραγματικής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας ως απώτατου ορίου μοριοδότησης του κριτηρίου αυτού δεν υπερβαίνει και δη προδήλως ένα εύλογο όριο, πέραν του οποίου θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει της συνολικής βαθμολογίας που δύνανται να λάβουν οι υποψήφιοι από την προσμέτρηση και των λοιπών κριτηρίων (ακαδημαϊκών προσόντων και κοινωνικών κριτηρίων) κατά τη διαδικασία κατάταξης, αλλά και του οριακού ελέγχου που ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής ως προς την πρόσδοση από τον νομοθέτη μείζονος βαρύτητας σε ορισμένο κριτήριο επιλογής, όπως αυτό της μακράς εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας, η αναγκαιότητα και προσφορότητα του οποίου για την επιλογή των αξιότερων εκ των υποψηφίων είναι, κατά τα προεκτεθέντα, δεδομένη. Ο ισχυρισμός δε των αιτούντων ότι το απώτατο αυτό όριο μοριοδότησης έχει τεθεί υπέρ μιας “κλειστής και οριοθετημένης ομάδας εκπαιδευτικών” που υπηρέτησαν ως αναπληρωτές τα τελευταία χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση, και θα λάβουν την παραπάνω βαθμολογία (120 μονάδες) στο κριτήριο αυτό, με αποτέλεσμα να προτάσσονται στον αξιολογικό πίνακα κατάταξης έναντι των λοιπών υποψηφίων, είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι, από την αιτιολογική έκθεση των σχετικών διατάξεων (βλ. σκέψη 9) προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέσπισε την επίμαχη ρύθμιση σε αφηρημένο και γενικό επίπεδο, κρίνοντας, κατά την ουσιαστική του κρίση, ότι το απώτατο όριο προσμέτρησης της εκπαιδευτικής υπηρεσίας έως 120 μήνες αποτελεί εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να καταλάβει τους εκπαιδευτικούς με μακρά προϋπηρεσία. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή δύναται να καταλάβει και εκπαιδευτικούς που έχουν ήδη μακρά προϋπηρεσία ως αναπληρωτές, λόγω της μη διενέργειας διορισμών μονίμων εκπαιδευτικών κατά τα τελευταία έτη, ουδόλως συνεπάγεται ότι αυτή τέθηκε υπέρ συγκεκριμένης ομάδας εκπαιδευτικών, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, “φωτογραφίζει”, λαμβανομένου υπόψη και ότι με τις διατάξεις του νόμου 4589/2019 θεσπίζεται πάγιο – και όχι μεταβατικό – σύστημα για τον εφεξής διορισμό μονίμων εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η περαιτέρω δε αξιολόγηση της ουσιαστικής ορθότητας του νόμου, όσον αφορά το ύψος της μοριοδότησης του κριτηρίου αυτού εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 4824/2014, 1667/2005, 1252/2003 Ολ.). Υπό τα δεδομένα αυτά, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί αντιθέσεως προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 και 103 παρ. 7 του Συντάγματος της περ. β΄ του άρθρου 57 του ν. 4589/2019, που προβλέπει μοριοδότηση των υποψηφίων ανερχόμενη σε μια μονάδα ανά μήνα πραγματικής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας έως κατ’ ανώτατο όριο 120 μήνες, πρέπει να απορριφθεί. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ι. Αργυράκη και Σ. Κτιστάκη, στη γνώμη των οποίων προσχώρησαν οι Πάρεδροι Β. Γκέρτσος και Ε. Κουλεντιανού, οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 4 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται η αρχή της αξιοκρατικής και ισότιμης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις, από δε τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος συνάγεται ότι, όταν ο κοινός νομοθέτης επιλέγει ως τρόπο στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης την επιλογή με σειρά προτεραιότητας, πρέπει να στηρίζεται σε κριτήρια προκαθορισμένα και αντικειμενικά. Υπό το ανωτέρω συνταγματικό πλαίσιο κινούμενος ο νομοθέτης, δύναται κατ’ αρχήν να προβλέπει την προϋπηρεσία ως κριτήριο επιλογής για την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι τούτο δεν καθίσταται κατ’ ουσίαν και το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής των υποψηφίων και δεν οδηγεί στον εκ των προτέρων αποκλεισμό από την πρόσβαση στις θέσεις αυτές όσων υποψηφίων κατέχουν άλλα τυπικά προσόντα, πλην έχουν μικρή ή μηδαμινή προϋπηρεσία. Εν προκειμένω, ο ν. 4589/2019, προβλέποντας τη δυνατότητα προσμέτρησης 120 μονάδων στους κατέχοντες εκπαιδευτική προϋπηρεσία 120 μηνών, ευνοεί αδικαιολόγητα και άνευ αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος ιδιαίτερα τους υποψηφίους που, υπό τις συνθήκες που αναφέρθηκαν στη σκέψη 16, υπηρέτησαν, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί σε διάφορους ετερόκλητους φορείς του ευρύτερου χώρου της δημόσιας εκπαίδευσης (βλ. προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 34 του ν. 3027/2002) και, ως εκ τούτου, δύνανται να λάβουν το σύνολο των 120 μονάδων στο κριτήριο αυτό. Με τον τρόπο όμως, αυτό παρέχεται στην ανωτέρω κατηγορία υποψηφίων αθέμιτο πλεονέκτημα και εξαρχής προβάδισμα στη σειρά κατάταξης έναντι των λοιπών υποψηφίων, με μικρή ή καθόλου προϋπηρεσία, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν, εκ των πραγμάτων, να ανταγωνισθούν επί ίσοις όροις τους υποψηφίους με εκπαιδευτική προϋπηρεσία 120 μηνών, ακόμη και στην εξαιρετική περίπτωση που θα ελάμβαναν το σύνολο των 120 μονάδων που προβλέπονται στα ακαδημαϊκά προσόντα (ήτοι κατέχουν διδακτορικό δίπλωμα, μεταπτυχιακό τίτλο, δεύτερο μεταπτυχιακό τίτλο, δεύτερο πτυχίο Α.Ε.Ι., βαθμό πτυχίου 10, άριστη γνώση έως δύο ξένων γλωσσών, πιστοποιημένη γνώση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή Α´ επιπέδου και επιμόρφωση Α.Ε.Ι. ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα που εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, διάρκειας τουλάχιστον τριακοσίων ωρών που πραγματοποιήθηκε σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον επτά μηνών). Ενόψει των ανωτέρω, δεν είναι, κατ’ ουσίαν, ισόρροπη η προσμέτρηση των ακαδημαϊκών προσόντων με την εκπαιδευτική προϋπηρεσία και δεν δίδεται η δυνατότητα διεκδίκησης θέσεων μονίμων εκπαιδευτικών σε υποψηφίους με υψηλά προσόντα και ελάχιστη ή μηδαμινή προϋπηρεσία, όπως, αντιθέτως, αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση των επίμαχων διατάξεων. Αντιθέτως, η προσμέτρηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας έως ένα τόσο υψηλό σημείο υπερακοντίζει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίσθηκε και οδηγεί στην υποχώρηση των ακαδημαϊκών προσόντων, τα οποία ωστόσο, πρέπει, επίσης, να κατέχει σε υψηλό επίπεδο το εκπαιδευτικό προσωπικό που θα επιλεγεί, προκειμένου να είναι σε θέση να πραγματώνει τους κατά το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος σκοπούς της δημόσιας παιδείας. Εξ άλλου, η προσμέτρηση στο ύψος αυτό της προϋπηρεσίας των αναπληρωτών ή ωρομισθίων εκπαιδευτικών που έχει αποκτηθεί προ της ισχύος του άρθρου τρίτου του ν. 4395/2016, με το οποίο η προϋπηρεσία αυτή υπήχθη, το πρώτον, σε έλεγχο νομιμότητας από το Α.Σ.Ε.Π., έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αξιοκρατίας, διότι, όπως έχει ήδη κριθεί με την 527/2015 απόφαση της Ολομελείας, ανάγεται σε προσλήψεις αναπληρωτών ή ωρομισθίων, οι οποίες δεν είχαν υπαχθεί στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής και, ενόψει των σχετικών διάσπαρτων στη νομοθεσία διατάξεων, δεν προκύπτει ότι έχουν γίνει με αξιοκρατικές εγγυήσεις. Ενόψει των ανωτέρω, κατά την άποψη αυτή, η θέσπιση με τη διάταξη του άρθρου 57 περ. β´ του ν. 4589/2019 ανωτάτου ορίου μοριοδότησης της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας με 120 μονάδες (που αντιστοιχούν σε 120 μήνες πραγματικής εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας) έρχεται σε αντίθεση προς τις αρχές της ισότιμης και αξιοκρατικής πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις (άρθρα 4 παρ. 1 και 4 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και καθιστά το κριτήριο αυτό επιλογής του εκπαιδευτικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μη αντικειμενικό, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος.

18. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 5, 25 και 103 του Συντάγματος καθώς και της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, με τις διατάξεις του ν. 4589/2019 δεν λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο μοριοδοτούμενο για την κατάταξη των υποψηφίων στους αξιολογικούς πίνακες, η συμμετοχή και η επιτυχία σε διενεργηθέντα υπό την προηγούμενη νομοθεσία γραπτό διαγωνισμό που αποτελούσε διαχρονικά (από το έτος 2002 και εντεύθεν) τον μοναδικό αξιοκρατικό τρόπο εισαγωγής στη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και είχε, υπό το προϋφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (βλ. αρ. 5 παρ. 6 του ν. 3255/2004), κριθεί (βλ. ΣτΕ 4303/2015, 1882/2017) ότι συνιστά σύμφωνο με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας κριτήριο πρόσληψης αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως έχει παγίως κριθεί (βλ. ΣτΕ 157/2016, 3462/2007, 1434/2005, 1252/2003, 3362/2003, 3675/2001), ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τον τρόπο διακρίβωσης της ικανότητας των υποψηφίων εκπαιδευτικών να ανταποκριθούν στις ανάγκες του εκπαιδευτικού έργου, προκρίνοντας τα κριτήρια εκείνα που θεωρεί ότι εξυπηρετούν καλύτερα το δημόσιο συμφέρον. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης προέκρινε άλλα κριτήρια [εκπαιδευτική προϋπηρεσία, ακαδημαϊκά προσόντα, κοινωνικά κριτήρια (αριθμός τέκνων, αναπηρία)] ως περισσότερο αξιοκρατικά και αντικειμενικά σε σχέση με τη λήψη της βαθμολογικής βάσης σε διενεργηθέντα βάσει της προηγούμενης νομοθεσίας γραπτό διαγωνισμό. Εξ άλλου, η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν κωλύει τον νομοθέτη να θεσπίζει, με γνώμονα την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν, με τις οποίες, εφόσον έχουν χαρακτήρα γενικό και αντικειμενικό, μπορεί να θίγονται ακόμη και υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα. Στην περίπτωση αυτή, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να θεσπίζει μεταβατικές ρυθμίσεις για την τακτοποίηση προϋφισταμένων καταστάσεων, χωρίς πάντως να είναι υποχρεωμένος να διατηρεί μεταβατικώς το προϊσχύον καθεστώς, εωσότου ικανοποιηθούν πλήρως όσοι ενέπιπταν σε αυτό πριν τη μεταβολή του (βλ. ΣτΕ 2424/2018, 1935-1936/2017 κ.ά.). Ενόψει των ανωτέρω, δεν αντίκειται στις μνημονευθείσες συνταγματικές διατάξεις ούτε στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης η μη πρόβλεψη στον ν. 4589/2019 ρύθμισης, πάγιας ή μεταβατικής, περί μοριοδότησης όσων έλαβαν τη βαθμολογική βάση σε προηγούμενο διενεργηθέντα γραπτό διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π., ανεξαρτήτως του ότι η προσμέτρηση της βαθμολογίας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 3255/2004, αφορούσε την πρόσληψη αναπληρωτών εκπαιδευτικών και όχι τον διορισμό μονίμων. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους αιτούντες πρέπει να απορριφθούν.

19. Επειδή, ενόψει του ότι τόσο το καθ’ ου η αίτηση Α.Σ.Ε.Π. όσο και ο παρεμβαίνων Υπουργός εκπροσωπούν το Ελληνικό Δημόσιο, πρέπει να επιβληθεί μια δικαστική δαπάνη σε βάρος των αιτούντων (πρβλ. ΣτΕ 1662/2009 Ολ.).

Δ ι ά τ α ύ τ α

Καταργεί τη δίκη ως προς τους 1η έως 11η, 13η έως 16η, 18ο έως 21ο, 23ο, 25ο έως 27η και 29ο από τους αιτούντες.

Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους λοιπούς.

Δέχεται την παρέμβαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει, συμμέτρως, στους αιτούντες, ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση, τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 και στις 9 Ιουλίου 2020

Ο Πρόεδρος του Γ´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος

Δ. ΣκαλτσούνηςΜ. Βλασερού

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020.

Η Προεδρεύουσα ΣύμβουλοςΗ Γραμματέας

Π. ΚαρλήΚ. Γκιώκα